Σελίδες

Δεύτερη Σελίδα Επιστημονικών Μελετημάτων Ιωάννου Ελ. Σιδηρά


ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΣΕΛΙΔΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΕΩΣ
ΤΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ 
ΙΩΑΚΕΙΜ ΒΑΛΑΣΙΑΔΗ (1894-1900) ΚΑΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΟΥ ΓΑΖΗ (1900-1902) ΣΤΗ ΘΑΣΟ
Άγνωστες ιστορικές μαρτυρίες από ανέκδοτα εκκλησιαστικά έγγραφα των κωδίκων της πατριαρχικής αλληλογραφίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του αρχείου της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης*
Από τα ανέκδοτα εκκλησιαστικά έγγραφα των κωδίκων της πατριαρχικής αλληλογραφίας, που φυλάσσονται στο πατριαρχικό αρχειοφυλάκιο, και του αρχείου αλληλογραφίας της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, τα οποία πρωτοδημοσιεύονται στην παρούσα μελέτη, αντλούμε άγνωστες και πολύτιμες ιστορικές μαρτυρίες για την πολύπλευρη εκκλησιαστική και εθνική δράση στη Θάσο[1] των Μητροπολιτών Μαρωνείας Ιωακείμ Βαλασιάδη[2] (1894-1900) και Κωνσταντίου Γαζή[3] (1900-1902), κατά τα τελευταία έτη της αιγυπτιακής κυριαρχίας[4] (1813-1902) στη νήσο.
Πρόκειται για τους δύο τελευταίους Μητροπολίτες της περιόδου αυτής, αφού η εκλογή του διαδόχου του Μητροπολίτου Κωνσταντίου στο θρόνο της Μητροπόλεως Μαρωνείας, στον οποίο μετετέθη ο από Αγκύρας Νικόλαος Σακκόπουλος[5] (1902-1914), συνέπεσε με τη μεταβολή της πολιτικής διοικήσεως στη Θάσο, η οποία ύστερα από ογδόντα σχεδόν έτη αιγυπτιακής κυριαρχίας (1813-1902) βρέθηκε και πάλι υπό οθωμανική διοίκηση[6] (1902-1912).
Τα εκκλησιαστικά έγγραφα που αφορούν το Μητροπολίτη Μαρωνείας Ιωακείμ και πρωτοδημοσιεύονται στην παρούσα μελέτη προέρχονται από τους κώδικες της πατριαρχικής αλληλογραφίας και το αρχείο αλληλογραφίας της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, ενώ τα αφορώντα το Μητροπολίτη Μαρωνείας Κωνστάντιο προέρχονται μόνο από τους κώδικες της πατριαρχικής αλληλογραφίας.
Τα εκ των κωδίκων της πατριαρχικής αλληλογραφίας έγγραφα που απευθύνονται στους Μητροπολίτες Μαρωνείας Ιωακείμ και Κωνστάντιο, αποτελούν ως επί το πλείστον τα επίσημα απαντητικά γράμματα των επί των ημερών της αρχιερατείας τους Πατριαρχών Κωνσταντίνου Ε΄(1897-1901) και Ιωακείμ Γ΄(1901-1912), αντίστοιχα, και της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στις σχετικές επιστολές που οι δύο Μητροπολίτες είχαν αποστείλει στο Πατριαρχείο και με τις οποίες ζητούσαν τις αναγκαίες οδηγίες για την επίλυση όχι μόνο των διαφόρων αμιγώς εκκλησιαστικών, αλλά και των πολιτικών - διοικητικών ζητημάτων, σε σχέση και με την αρνητική σε πολλές περιπτώσεις στάση της πολιτικής χεδιβικής αρχής και των εκπροσώπων αυτής στη νήσο επί των ζωτικής σημασίας θεμάτων, τα οποία κάθε φορά ανέκυπταν και απασχολούσαν έντονα τόσο τους δύο παραπάνω Μητροπολίτες, όσο και τους κατοίκους των χριστιανικών κοινοτήτων της Θάσου.
Ορισμένα δε από τα επίσημα πατριαρχικά γράμματα φαίνεται ότι εστάλησαν στους δύο Μητροπολίτες ύστερα από την υποβολή στο Πατριαρχείο διαφόρων εγγράφων αναφορών, διαμαρτυριών, παραπόνων και αιτημάτων από ορισμένα εκκλησιαστικά και πολιτικά πρόσωπα της περιόδου εκείνης που οι δύο Μητροπολίτες εποίμαιναν τη Θάσο. Πρόκειται δηλαδή για πατριαρχικά γράμματα με τα οποία το Πατριαρχείο είτε ζητούσε από τους δύο αυτούς Ιεράρχες του ορισμένες περαιτέρω διευκρινίσεις επί των όσων είχε λάβει γνώση από άλλα πρόσωπα, είτε τους προέτρεπε να προβούν στις δέουσες ενέργειες προς ικανοποίηση και επίλυση των εκκρεμών ζητημάτων που είχαν ανακύψει.
Όσον αφορά τα ανέκδοτα έγγραφα που προέρχονται από το αρχείο αλληλογραφίας της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, πρόκειται για τις υπογεγραμμένες από το Μητροπολίτη Ιωακείμ επιστολές, τις οποίες είχε αποστείλει προς τον τότε Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Αθανάσιο Μεγακλή (1893-1903), προκειμένου να ζητήσει την ευνοϊκή παρέμβαση και μεσολάβησή του προς τους καθ’ ύλην αρμοδίους υπηρεσιακούς παράγοντες της οθωμανικής διοικήσεως στην έδρα του Βιλαετίου Θεσσαλονίκης, στο οποίο κατά την περίοδο εκείνη υπήγετο γεωγραφικά η Θάσος, για διάφορα δυσεπίλυτα ζητήματα που αφορούσαν είτε την ελεύθερη και απρόσκοπτη άσκηση της εκκλησιαστικής διοικήσεως και μέριμνας της Μητροπόλεως Μαρωνείας στη Θάσο, ιδιαίτερα δε όταν επικρατούσαν τεταμένες σχέσεις αντιδικίας και συγκρούσεως επί διαφόρων εκκρεμών υποθέσεων ανάμεσα στο Μητροπολίτη Ιωακείμ και τους τοπικούς εκπροσώπους της χεδιβικής αρχής, είτε τη διευκόλυνση επιλύσεως των ιδιωτικών υποθέσεων ορισμένων μεμονωμένων προσώπων εκ Θάσου.
Από τα εκ των κωδίκων της πατριαρχικής αλληλογραφίας τρία έγγραφα που απευθύνονται εκ μέρους του Πατριάρχου Κωνσταντίνου Ε΄και της Ιεράς Συνόδου στο Μητροπολίτη Ιωακείμ, τα δύο πρώτα αναφέρονται στα χρονίζοντα και δυσεπίλυτα ζητήματα που είχαν ανακύψει λόγω των συνεχών διενέξεων και διαφορών, τόσο ανάμεσα στους κατοίκους της κοινότητος Ποταμιάς και τους μοναχούς του παρακείμενου μετοχίου του Αγίου Δημητρίου[7], το οποίο υπήγετο στην αγιορειτική λαυριωτική ρουμανική σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, όσο και ανάμεσα στο Μητροπολίτη Ιωακείμ και τους παραπάνω μοναχούς, οι οποίοι με την αντικανονική και εθνοφυλετική[8] δράση τους είχαν προκαλέσει τη δικαιολογημένη και επιβεβλημένη αντίδρασή του.
Το πρώτο[9] (Παράρτημα, Έγγρ. Α1) από τα έγγραφα αυτά, με ημερομηνία 13 Νοεμβρίου 1897, αποτελεί την επίσημη απαντητική επιστολή του Πατριάρχου Κωνσταντίνου Ε΄ στο από 25ης Σεπτεμβρίου 1897 γράμμα του Μητροπολίτου Ιωακείμ με το οποίο αυτός εξέθετε λεπτομερώς στον Πατριάρχη και την Ιερά Σύνοδο την από μακρού ήδη χρόνου υφισταμένη μεταξύ της κοινότητος Ποταμιάς και της λαυριωτικής ρουμανικής σκήτης του Τιμίου Προδρόμου διαφορά ως προς την κυριότητα και κατοχή του εν Θάσω παρεκκλησίου του Αγίου Δημητρίου και των κτημάτων αυτού[10].
Στο ίδιο γράμμα ο Μητροπολίτης Ιωακείμ πληροφορούσε τη Μητέρα Εκκλησία ότι οι κάτοικοι της Ποταμιάς διά τακτικής αγωγής αξίωναν «…την εκτέλεσιν των περί της υποθέσεως ταύτης υπαρχουσών επισήμων συνοδικών της Εκκλησίας αποφάσεων…»[11], ενώ ο ίδιος ζητούσε από τα Πατριαρχεία τις περί του πρακτέου κατάλληλες οδηγίες. Στην απαντητική του επιστολή ο Πατριάρχης, κατόπιν συνοδικής διαγνώμης, έγραφε στο Μητροπολίτη: «…απαντώντες συνιστώμεν τη αυτής Ιερότητι όπως δέξηται την ειρημένην αγωγήν και εκδικάση αυτήν πρωτοδίκως ενώπιον του Μικτού Μητροπολιτικού Δικαστηρίου της έδρας αυτής, διά τα περαιτέρω…»[12].
Στο δεύτερο σχετικό έγγραφο[13] (Παράρτημα, Έγγρ. Α2), με ημερομηνία 17 Αυγούστου 1899, το οποίο εγράφη και απεστάλη από τον Πατριάρχη Κωνσταντίνο Ε΄ στο Μητροπολίτη Ιωακείμ, ύστερα και από την προηγούμενη διαβίβαση στα Πατριαρχεία υπό της εν Άθω Βασιλικής και Πατριαρχικής Μονής της Μεγίστης Λαύρας της εγγράφου αναφοράς των υπαγομένων σε αυτήν πατέρων της ρουμανικής σκήτης του Τιμίου Προδρόμου, έχουμε τη μαρτυρία ότι με το συγκεκριμένο κείμενο της εγγράφου αναφοράς τους, οι μοναχοί της ρουμανικής σκήτης καταφέρονταν εναντίον του Μητροπολίτου Ιωακείμ, παραπονούμενοι στην Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου, ότι «…η Ιερότης αυτής παρακωλύει απότινος την εν ρουμανική γλώσση τέλεσιν κατά το μέχρι τούδε καθεστώς των ιερών ακολουθιών εν τω εν Θάσω Μετοχίω αυτών, και άλλως δε παρενοχλεί αυτούς…»[14].
Η πατριαρχική επιστολή καταλήγει με την παρακάτω προτροπή προς το Μητροπολίτη Ιωακείμ: «…Όθεν, συνοδική διαγνώμη διαβιβάζοντες επισυνημμένως ώδε επί επιστροφή την τε αναφοράν αυτών μετά των επισυνημμένων αυτή εγγράφων και την σχετικήν επιστολήν της Ιεράς Μεγίστης Λαύρας… αξιούμεν την Ιερότητα αυτής ίνα πληροφορήση ημάς περί των αναφερομένων, διά τα περαιτέρω…»[15].
Το τρίτο[16] (Παράρτημα, Έγγρ. Α3) από τα έγγραφα της ενότητος αυτής, με ημερομηνία 14 Αυγούστου 1900, αναφέρεται στην έγγραφη απάντηση την οποία απέστειλε στο Πατριαρχείο η εν Άθω Ιερά Μονή του Ξηροποτάμου προς αντίκρουση ως ανυπόστατων των διατυπωθέντων παραπόνων εναντίον αυτής από μέρους των προκρίτων της κοινότητος Μαριών Θάσου, λόγω «… της εις λαϊκόν ενοικιάσεως του αυτού μετοχίου της εν Άθω Ιεράς Μονής του Ξηροοποτάμου…»[17].
Με το πατριαρχικό αυτό γράμμα γνωστοποιείται στο Μητροπολίτη Ιωακείμ το περιεχόμενο της εγγράφου απαντήσεως της Ιεράς Μονής, στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι: «… τα διατυπούμενα υπό της κοινότητος Μαριών παράπονα τυγχάνουσιν ανυπόστατα και αδικαιολόγητα, καθόσον πρώτον μεν η κυρίαρχος Μονή εν τω κυριαρχικώ αυτής δικαιώματι του διευθετείν και διατιθέναι τα εαυτής κατ’ ιδίαν βούλησιν ουδέν το επίμεμπτον διεπράξατο διορίσασα ένεκα λόγων οικονομίας ως επιτηρητήν και διευθυντήν του διαληφθέντος Μετοχίου άνδρα λαϊκόν μεν, αλλ’ εκ των μάλα ευυπολήπτων και ευπόρων κατοίκων της κοινότητος Μαριών…»[18].
Σε άλλο σημείο της προς τα Πατριαρχεία απαντήσεως της Ιεράς Μονής διατυπώνεται ο σαφής υπαινιγμός για τις σκοπιμότητες που υποκρύπτονται στις αντιδράσεις και τα παράπονα των προκρίτων της κοινότητος Μαριών εξ αφορμής του διορισμού λαϊκού διευθυντού, αφού σύμφωνα με τον ισχυρισμό της Ιεράς Μονής «… ουδείς εκ των κατά καιρούς χρηματισάντων εν αυτώ οικονόμων εκ των αδελφών της Μονής ηδυνήθη ίνα διαφύγη τας κατηγορίας αυτών τούτων, οίτινες νυν παραπονούνται διά τον διορισμόν του λαϊκού διευθυντού…»[19].
Στη δεύτερη ενότητα του παραρτήματος, τα επτά έγγραφα που πρωτοδημοσιεύονται και προέρχονται από το αρχείο αλληλογραφίας της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, είναι ποικίλου περιεχομένου και όλα αποτελούν τις υπογεγραμμένες από το Μητροπολίτη Ιωακείμ επιστολές, τις οποίες απέστειλε προς το Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Αθανάσιο Μεγακλή (1893-1903) είτε για να ενεργήσει ο ίδιος προσωπικά, είτε για να μεσολαβήσει και παρέμβει άμεσα στις αρμόδιες οθωμανικές αρχές του Βιλαετίου Θεσσαλονίκης, προκειμένου να επιτευχθεί η επίλυση των διαφόρων ζητημάτων που είχαν ανακύψει επί των ημερών του στη Θάσο.
Με την πρώτη εκ Καλλιράχης Θάσου επιστολή[20] (Παράρτημα, Έγγρ. Β1), η οποία φέρει ημερομηνία 8 Αυγούστου 1897, ο Μητροπολίτης Ιωακείμ ζητά από το Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Αθανάσιο να ανεύρει και να αποστείλει έναν πεπειραμένο διδάσκαλο για να διδάξει στη μικρή σχολή της κοινότητος Καλλιράχης, με μισθοδοσία «… τεσσαράκοντα λιρών Τουρκίας ετησίως… εννοουμένου ότι η κατοικία, καύσιμος ύλη και εν ανάγκη και τα οδοιπορικά έσονται εις βάρος κατά την συμφωνίαν της κοινότητος…»[21].
Η εκ Γκιουμουλτζίνης (Κομοτηνή) αποσταλείσα δεύτερη επιστολή[22] (Παράρτημα, Έγγρ. Β2), με ημερομηνία 23 Οκτωβρίου 1897, του Μητροπολίτου Ιωακείμ είναι απαντητική σε προηγούμενη αποσταλείσα προς αυτόν επιστολή του Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Αθανασίου, με επισυνημμένη περίκλειστη αίτηση ενός ιδιώτου, ονόματι Αναστασίου Παπαδόπουλου. Η επιστολή αυτή αναφέρεται σε μία αμιγώς ιδιωτική υπόθεση διαφοράς και διενέξεως ανάμεσα σε δύο μέρη σχετικά με την αμφισβήτηση υπάρξεως και αναγνωρίσεως ιδιωτικού χρέους, το οποίο όμως είχε περιέλθει λόγω κληρονομίας στους κληρονόμους του αποβιώσαντος Αναγνώστου Αυγουστή, κατοίκου της Θάσου, που αναφέρεται ως ο αρχικός οφειλέτης του χρέους αυτού προς τον Αναστάσιο Παπαδόπουλο. Όπως διαβάζουμε στην απαντητική επιστολή του, ο Μητροπολίτης Ιωακείμ αφού προσεκάλεσε τους κληρονόμους του αποβιώσαντος οφειλέτου Αναγνώστου Αυγουστή και τους ανέγνωσε την επισυνημμένη αίτηση του Αναστασίου Παπαδόπουλου και την επιστολή του Μητροπολίτου Αθανασίου, τους υπέδειξε τους κινδύνους μιάς μελλοντικής δικαστικής διαμάχης, «… πλην άπαντες εν ενί στόματι… απήντησαν, ότι επί ουδενί λόγω αναγνωρίζουσιν ουδέ γινώσκουσιν το τοιούτον χρέος, και δύναται ο ενάγων να καταφύγη εις οποιαδήποτε δικαστήρια βούλεται…»[23].
Το σημαντικότερο ίσως από τα έγγραφα, που πρωτοδημοσιεύονται στην παρούσα μελέτη, αναφορικά με τις άγνωστες μέχρι τούδε ιστορικές μαρτυρίες τις οποίες περιέχει και αποκαλύπτει για τη νεώτερη ιστορία της Θάσου, είναι η εκ Καβάλας τρίτη επιστολή[24] (Παράρτημα, Έγγρ. Β3) της ενότητος αυτής, με ημερομηνία 23 Αυγούστου 1898, που αποστέλλεται από το Μητροπολίτη Ιωακείμ στον Θεσσαλονίκης Αθανάσιο.
Στην επιστολή αυτή ο Μητροπολίτης Ιωακείμ αναφέρει λεπτομερώς ότι στην κοινότητα του Λιμένος και σε κάποιο ιδιωτικό αγροτεμάχιο ευρισκόμενο πλησίον του κήπου του Διοικητηρίου, ο Ζαπητά Μιμούρης[25] (Διοικητής Χωροφυλακής) της Θάσου Χουρσήτ Εφένδης[26] κατά την κατασκευή φρέατος ανεκάλυψε το ιερό και τα εντός αργυρού κιβωτίου «εγκαίνια»[27]μιάς αρχαίας εκκλησίας της οποίας έθραυσε και κατέστρεψε την Αγία Τράπεζα. Παρόλο μάλιστα που ο Μητροπολίτης Ιωακείμ, όπως αναφέρει ο ίδιος, διεμαρτυρήθη στο Χουρσήτ Εφένδη και απαίτησε την παράδοση «…της ανακαλυφθείσης εκκλησίας ως ιερού προσκυνήματος των χριστιανών πλην ο ασεβέστατος ούτος άνθρωπος, ου μόνον δεν απήντησεν εις την διαμαρτύρησίν μου, ου μόνον δεν έλαβεν υπ’ όψιν τας δικαίας παραστάσεις μου, αλλά και εξυβρίζων με διά την ανάμιξιν έσπευσε την συμπλήρωσιν του φρέατος, κατασκευάσας και ξύλινην μηχανήν επ’ αυτού μετά τροχού όν περιστρέφει ημίονος ρυπαίνων τον ιερόν τούτον τόπον…»[28].
   Στη συνέχεια, ο Μητροπολίτης Ιωακείμ, όπως αναφέρει στην επιστολή του, αναγκάσθηκε να διαμαρτυρηθεί αυτοπροσώπως στο Βαλή του Βιλαετίου Θεσσαλονίκης, «… όστις έσπευσε μεν πάραυτα να διατάξη τον Καϊμακάμην Καβάλλας να εξετάση το πράγμα και πληροφορήση, αλλά μετά την ευνοϊκήν… απάντησιν δεν ευηρεστήθη άχρι ώρας να διατάξη την παρεμπόδισιν του φρέατος και την εις ημάς παράδοσιν της Εκκλησίας…»[29].
Από το κείμενο της ίδιας επιστολής πληροφορούμαστε ακόμη ότι ο Μητροπολίτης Ιωακείμ για την επίλυση του όλου ζητήματος είχε απευθυνθεί εγγράφως και στο Πατριαρχείο για να ζητήσει τις επί του πρακτέου αναγκαίες οδηγίες, χωρίς όμως να αξιωθεί κάποιας απαντήσεως, ενώ παράλληλα είχε γράψει σχετικώς και σε κάποιο επιφανή Οθωμανό φίλο του, ονόματι Βίντορι Βέη, με τον οποίο προέτρεπε το Μητροπολίτη Αθανάσιο να συνεργαστεί για να προβούν από κοινού στις δέουσες ενέργειες ενώπιον των καθ’ ύλην αρμοδίων οθωμανικών αρχών.
Ο Μητροπολίτης Ιωακείμ κατακλείει την επιστολή του υποβάλλοντας ως αίτημα στο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Αθανάσιο να απευθυνθεί στο Βαλή της Θεσσαλονίκης και να απαιτήσει την άμεση παρέμβασή του προκειμένου να ικανοποιηθεί η δικαία απαίτησή του για την παράδοση της ανακαλυφθείσας εκκλησίας στην κυριότητα της χριστιανικής κοινότητος Λιμένος και την άμεση καταστροφή του υπάρχοντος φρέατος εντός του ιερού αυτού χώρου. Παράλληλα δε με έμφαση αναφέρει στο Μητροπολίτη Αθανάσιο ότι ο συγκεκριμένος Ζαπητά Μιμούρης απετόλμησε προκλητικά «… να απαιτήση… και την εις αυτόν παράδοσιν των ευρεθέντων εγκαινίων, χαρακτηρίσας αυτά ως αρχαιότητας ανηκούσας εις το Διοικητήριον και το μουσείον κατά τας σχετικάς διαταγάς, ως λέγη, του Βιλαετίου, πλην άνευ επιτυχίας…»[30].
Τα επόμενα τέσσερα έγγραφα από το αρχείο αλληλογραφίας της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης αποτελούν εξ απόψεως περιεχομένου μία ενότητα επί τη βάσει του ιδίου ιστορικού γεγονότος, που αφορά την άδικη και εκδικητική δικαστική δίωξη και καταδίκη δύο εκ των πλέον επιφανών χριστιανών προκρίτων κατοίκων της Θάσου, του Αναστασίου Λογοθέτη[31] και Δημητρίου Θωμαΐδη[32] «… δι’  υπόθεσιν της πατρίδος αυτών…»[33].
Ο Μητροπολίτης Ιωακείμ φαίνεται ότι απέστειλε τις επιστολές αυτές από το Φανάρι, όπου βρισκόταν από το Φεβρουάριο του 1899 ως μέλος της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου[34]. Από τις τέσσερις αυτές επιστολές, οι τρεις πρώτες (Παράρτημα, Έγγρ. Β4, Β5, Β7) απευθύνονται στο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Αθανάσιο, ενώ η τέταρτη (Παράρτημα, Έγγρ. Β6) προς τους Θασίους προκρίτους Α. Λογοθέτη και Δ. Θωμαΐδη.
Με την πρώτη του επιστολή[35] (Παράρτημα, Έγγρ. Β4), που φέρει ημερομηνία 2 Ιουνίου 1899, ο Μητροπολίτης Ιωακείμ απευθύνεται στο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Αθανάσιο, τον οποίο ενημερώνει ότι οι δύο συγκεκριμένοι Θάσιοι πρόκριτοι «… έρχονται εις Θεσσαλονίκην, ίνα κατ’ έφεσιν εκζητήσωσι δικαιοσύνην δι’  υπόθεσιν της πατρίδος αυτών, δι’ ην αναιτίως ενώπιον του πρωτοδικείου Θάσου κατεδικάσθησαν εις εξάμηνον φυλάκισιν…»[36]. Γι’ αυτό και δεν παραλείπει να παρακαλέσει το Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης «… ίνα παράσχη αυτοίς αναξιοπαθούσι την πατρικήν… προστασίαν δαψιλή και ενεργήση δραστηρίως, όπως αναγνωρισθή το νυν καταπατούμενον δίκαιον αυτών οφθαλμοφανώς και απαλλαγώσι ποινής αδίκως και χάριν απλώς εκδικήσεως αυτοίς επιβληθείσης ανθ’ ων έξει τους τε ενδιαφερομένους, καμέ διά βίου υποχρέους…»[37].
Μετά την παρέλευση ενός μηνός ο Μητροπολίτης Ιωακείμ αποστέλλει και δεύτερη επιστολή[38] (Παράρτημα, Έγγρ. Β5), με ημερομηνία 9 Ιουλίου 1899, στο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, με την οποία του γνωστοποιεί ότι «… αφίκοντο αυτόθι οι προσυσταθέντες πρόκριτοι Θάσου… εν συνοδεία χωροφυλάκων, ίνα διενεργήσωσι έφεσιν επί της γνωστής υποθέσεως αυτών και εξαιτήσωνται δικαιοσύνην…»[39]. Στην ίδια επιστολή ζητά ακόμη να πληροφορηθεί περί της τύχης των δύο προκρίτων και μετ΄ επιτάσεως προτρέπει το Μητροπολίτη Αθανάσιο να ενθαρρύνει «… αυτούς καταλλήλως και καταβάλη… πάσαν την δυνατήν προσπάθειαν και προστασίαν και αθώωσιν αυτών, πρυτάνευσιν δε της καταπατουμένης δικαιοσύνης, ανθ’ ου έξει εμέ μεν υπόχρεον, τους δε καταδιωκομένους αδίκως ισοβίως ευγνώμονας…»[40].
Η αίσια κατάληξη της επώδυνης δοκιμασίας των δύο προκρίτων της Θάσου καταγράφεται ανάγλυφα στην προς αυτούς προσωπική απαντητική επιστολή[41] (Παράρτημα, Έγγρ. Β6), με ημερομηνία 9 Αυγούστου 1899, του Μητροπολίτου Ιωακείμ, ο οποίος περιχαρής για την αθώωσή τους από το πολιτικό δικαστήριο της Θεσσαλονίκης αναφέρει μεταξύ άλλων και τα εξής: «… συγχαίροντες δε και υμίν εγκαρδίως επί ταύτη, ευχόμεθα όπως τα παθήματα υμών χάριν της πατρίδος, ώσιν τα τελευταία, βασιλεύση δε τουντεύθεν παυσίλυπος ειρήνη ανά πάσαν την προσφιλή ημών και πολύπαθον Θάσον προς δόξαν Χριστού και χαράν και ανακούφισιν απάντων ημών…προσεπιδωρούμενοι και τας πολυτίμους ευχάς της Α.Θ. Παναγιότητος»[42].
Στην τελευταία του επιστολή[43] (Παράρτημα, Έγγρ. Β7), με ημερομηνία 9 Αυγούστου 1899, ο Μητροπολίτης Ιωακείμ απαντώντας στην προηγηθείσα προς αυτόν επιστολή του Θεσσαλονίκης Αθανασίου, με την οποία του γνωστοποιούσε «… την αθώωσιν των κατηγορηθέντων αδίκως προκρίτων της νήσου Θάσου… υπό του αυτόθι Πολιτικού Δικαστηρίου και την προς ανενόχλητον αποχώρησιν ετοιμασίαν αυτών…»[44], αναφέρει μεταξύ άλλων και τα παρακάτω: «…. εκφράζω τη Υμετέρα περισπουδάστω μοι Σεβασμιότητι τας επί τούτω ενθέρμους μου ευχαριστίας ανθ’ ων υπέρ των αναξιοπαθούντων χριστιανών μου επράξατε ενεργειών, βέβαιος ων ότι και εν τω μέλλοντι τούτο αυτό εκθύμως θέλετε πράξει, οσάκις εκζητηθή η πολύτιμος υμών συνδρομή καθότι τα θασιακά ως φαίνεται ουχί ταχέως και ευκόλως εξομαλυνθήσονται…»[45].
Με το παραπάνω τελευταίο έγγραφο ολοκληρώνεται η δημοσίευση των ανέκδοτων εγγράφων της πρώτης ενότητος, τα οποία σχετίζονται με την εκκλησιαστική δράση του Μητροπολίτου Μαρωνείας Ιωακείμ και αποκαλύπτουν άγνωστες και σημαντικές πτυχές της νεώτερης εκκλησιαστικής και εν γένει ιστορίας της Θάσου.
Τα επόμενα τρία δημοσιευόμενα έγγραφα, όπως προαναφέραμε, προέρχονται από τους κώδικες της πατριαρχικής αλληλογραφίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου και αποτελούν τα επίσημα πατριαρχικά γράμματα που απευθύνονται στον από Σηλυβρίας Μητροπολίτη Μαρωνείας Κωνστάντιο Γαζή (1900-1902), ο οποίος διεδέχθη στο θρόνο της Μητροπόλεως Μαρωνείας τον μετατεθέντα στην Ιερά Μητρόπολη Ρόδου, Μητροπολίτη Ιωακείμ Βαλασιάδη.
Το πρώτο από τα φλέγοντα την περίοδο εκείνη ζητήματα που εκλήθη να αντιμετωπίσει ο Μαρωνείας Κωνστάντιος ήταν η εκ νέου ανακύψασα διαφορά «…περί κυριότητος μεταξύ της εν τη νήσω Θάσω… κοινότητος Ποταμιάς και του αυτόθι μετοχίου της εν Αγίω Όρει Σκήτης του Τιμίου Προδρόμου…»[46], όπως αναφέρεται και στο πρώτο (Παράρτημα, Έγγρ. Α4) από τα έγγραφα αυτά, με ημερομηνία 23 Νοεμβρίου 1900, το οποίο είχε αποστείλει ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε΄ στο Μητροπολίτη Κωνστάντιο.
Με την επιστολή αυτή ο Πατριάρχης γνωστοποιεί στον Μαρωνείας Κωνστάντιο ότι λόγω της εξ αμφοτέρων των μερών υφισταμένης από μακρού ήδη χρόνου διαφοράς και διενέξεως, το Πατριαρχείο είχε γράψει «…τη Ιερά εν Άθω Κοινότητι όπως ενεργήση τα δέοντα ίνα διακοπή η αρξαμένη οικοδομή κτιρίου εν τω διαληφθέντι Μετοχίω μέχρις ου εξετασθή διά της νομίμου οδού η προκειμένη διαφορά…»[47].
Στην ίδια επιστολή ο Πατριάρχης ανακοινώνει στο Μητροπολίτη τη σχετική απάντηση της Ιεράς Κοινότητος, στην οποία αναφέρεται ότι «…συνεπεία ενεργειών αυτής και διαταγής της Ι. Μονής Λαύρας, εις ην η Σκήτη υπάγεται, οι πατέρες της Σκήτης του Τιμίου Προδρόμου ανήγγειλαν ότι διέκοψαν τας εργασίας της οικοδομής και ότι έτοιμοι εισίν ίνα άμα τη καθόδω της αυτής Ιερότητος εις την επαρχίαν αυτής προσκαλούμενοι εμφανισθώσιν ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου της Ιεράς αυτής Μητροπόλεως προς υποστήριξιν των ισχυρισμών αυτών…»[48]. Κατακλείει δε την επιστολή του με την προτροπή στο Μητροπολίτη Κωνστάντιο «… ίνα εν καιρώ φροντίση τα δέοντα…»[49].
Το επόμενο έγγραφο[50] (Παράρτημα, ‘Εγγρ. Α5), το οποίο είναι το σημαντικότερο της ενότητος αυτής, συμπληρώνει με τις ενδιαφέρουσες πληροφορίες που περιέχει, το ιστορικό ψηφιδωτό της κρισιμότερης ίσως πολιτικά περιόδου της Θάσου, η οποία είχε αρχίσει με την ανάληψη των καθηκόντων του νέου Χεδίβη (ή Κεδίβη) της Αιγύπτου Αμπάς Χιλμή Β΄(1892-1914) και κορυφώθηκε κατά τα έτη 1898-1902. Είναι η περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας η πολιτική και οικονομική ζωή της Θάσου αναστατώνεται από τις αλλεπάλληλες επεμβάσεις της αιγυπτιακής κυβερνήσεως στην εσωτερική διοίκηση της νήσου, οι οποίες αποβλέπουν στη σταδιακή κατάργηση του κατά τις προηγούμενες δεκαετίες (1813-1892) πολιτικού, κοινοτικά αυτοδιοίκητου, και οικονομικού προνομιακού καθεστώτος που διείπε τη νήσο[51]. Στο πλαίσιο αυτής της δυσοίωνης καταστάσεως, που είχε αρχίσει σταδιακά και μεθοδευμένα να διαμορφώνεται και έτεινε να καταστεί μόνιμο καθεστώς, οι Θάσιοι υπερασπίζουν, όπως μπορούν, τα προνόμιά τους, χάρη στα οποία μέχρι τότε ήταν οι μόνοι από τους υπόλοιπους υπόδουλους Ρωμιούς που βρίσκονταν σε μία εξαιρετικά προνομιακή θέση από πολιτική και οικονομική άποψη.
Όλες αυτές οι αλλεπάλληλες παραβιάσεις των προνομίων της Θάσου, οι οποίες κορυφώνονται κατά το έτος 1901, οδηγούν τους αγανακτισμένους κατοίκους σε αντίδραση, που άλλοτε εκδηλώνεται με μυστικές συζητήσεις και διασκέψεις σε εκκλησίες και οικίες για το δέον γενέσθαι, και άλλοτε με δημόσιες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας και συλλαλητήρια[52] . Την περίοδο που συμβαίνουν όλα αυτά, περιοδεύει στη Θάσο, όπως συνηθιζόταν κατά παράδοση[53] και από όλους τους προκατόχους του, ο Μητροπολίτης Μαρωνείας Κωνστάντιος, ο οποίος γίνεται και ο ίδιος κοινωνός της εκρύθμου καταστάσεως που επικρατούσε απ’ άκρου εις άκρον της νήσου και σπεύδει προς αποφυγή τυχόν δυσμενέστερων εξελίξεων να υποβάλει λεπτομερή έκθεση[54] των γεγονότων στον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄(1901-1912) και να τον παρακαλέσει να επέμβει άμεσα προκειμένου, με την επιρροή που ασκούσε στο Χεδίβη της Αιγύπτου, ο οποίος έτυχε μάλιστα κατά την περίοδο εκείνη να βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη, να συντελέσει στην αίσια έκβαση των αιτημάτων των Θασίων[55], που απέβλεπαν στη διατήρηση του προνομιακού καθεστώτος στη νήσο.
Σε απάντηση όλων των παραπάνω πρωτοβουλιών του, ο Μαρωνείας Κωνστάντιος λαμβάνει από τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ την από 7ης Σεπτεμβρίου 1901 νουθετήρια επιστολή[56] του (Παράρτημα, Έγγρ. Α5), στην οποία εκείνος, αντί άλλων, αρχικώς του αναφέρει ότι «… η αυτού Υψηλότης Κεδίβης της Αιγύπτου, ο της Θάσου προστάτης και κηδεμών, διαμηνύσας ημίν ότι οι κάτοικοι της νήσου συνεχώς συνέρχονται μετά των ιερέων εν ταις αυτόθι εκκλησίαις και εις δημοσίας επιδίδονται διασκέψεις περί των κοινοτικών αυτών υποθέσεων διά τρόπου απάδοντος εις την μέχρι τούδε επικρατούσαν τάξιν, εξέφρασε την επιθυμίαν ημίν ίνα καταλλήλως γένηται η προσήκουσα παρά των Πατριαρχείων ενέργεια προς παύσιν των τοιούτων συναθροίσεων…»[57].
Αποδεχόμενος προφανώς ο Πατριάρχης Ιωακείμ τις σχετικές παρατηρήσεις και υποδείξεις του Χεδίβη της Αιγύπτου αναφορικά με τις παραπάνω πρωτοβουλίες των κατοίκων της Θάσου, γράφει στην ίδια επιστολή του και σε νουθετήριο ύφος προς το Μητροπολίτη Κωνστάντιο τα παρακάτω: «… γράφοντες τη αυτής Ιερότητι εντελλόμεθα αυτή ίνα προθυμηθή εγκαίρως και αποτελεσματικώς πράξαι επί τούτω τα δέοντα, προτρέπουσα και παραινούσα διά γραμμάτων συμβουλευτικών και διά του αρχιερατικού αυτής επιτρόπου τους τε ιερείς και τους λαϊκούς κατοίκους της νήσου όπως απέχωσι τοιούτων διαβημάτων, διότι πρόδηλον τυγχάνει ότι αι τοιαύται δημοσία γινόμεναι διασκέψεις και αποφάσεις προς ουδέν αγαθόν συντελούσιν, αλλά μάλλον βλάβης παραίτιοι γίνονται, αντί δε του εφελκύσαι την ευμένειαν της Α. Υψηλότητος, τουναντίον κρίνονται ως διερεθιστικοί των πνευμάτων και ως παραίτιοι διαταράξεως της ησυχίας του τόπου, ου αι νομίμως υφιστάμεναι κοινοτικαί αρχαί δύνανται ησύχως και αθορύβως την πατρικήν και ευεργετικήν προστασίαν της Α. Υψηλότητος υπέρ των αιτημάτων του τόπου διά των επιτοπίων πολιτικών αρχών επικαλούμενοι ασφαλεστέραν προσδοκάν την ευμενή τούτων αποδοχήν…»[58].
Ο Πατριάρχης Ιωακείμ κατακλείει την επιστολή του προτρέποντας το Μητροπολίτη Κωνστάντιο «… ίνα γνωρίση τοις προκρίτοις της Νήσου ότι λαβόντες εγκαίρως τας περί των αιτημάτων αυτών αποσταλείσας ημίν αναφοράς, ανεκοινωσάμεθα την παράκλησιν αυτών τη Α. Υψηλότητι θερμώς και ημείς επικαλεσάμενοι υπέρ αυτών την πατρικήν προστασίαν και εύνοιαν της Α. Υψηλότητος. Η δε του Θεού χάρις…»[59].
Στο τελευταίο έγγραφο[60] (Παράρτημα, Έγγρ. Α6) της δεύτερης αυτής ενότητος, με ημερομηνία 15 Ιουλίου 1902, που αποστέλλεται από τον Πατριάρχη Ιωακείμ στο Μητροπολίτη Μαρωνείας Κωνστάντιο, μαρτυρείται η υποβολή και νέας αιτήσεως, γραμμένης στη ρουμανική γλώσσα, στο Πατριαρχείο από την αγιορειτική λαυριωτική ρουμανική σκήτη του Τιμίου Προδρόμου σχετικά με τα εκκρεμούντα ζητήματα που απασχολούσαν το μετόχιο αυτής στην κοινότητα Ποταμιάς Θάσου. Για την επίλυση της νέας αυτής διαφοράς ο Πατριάρχης Ιωακείμ μαζί με την επιστολή του διαβιβάζει «… επί επιστροφή μετάφρασιν αιτήσεως της εν Αγίω Όρει Ρουμανικής Σκήτης του Βαπτιστού περί του ζητήματος της Ι. Εκκλησίας του εν Θάσω Μετοχίου αυτής…»[61] και αξιώνει από το Μητροπολίτη Κωνστάντιο «… όπως πληροφορήση την Εκκλησίαν περί των εν αυτή, διά τα περαιτέρω…»[62].
Με τη δημοσίευση όλων των παραπάνω ανέκδοτων εγγράφων από τους κώδικες της πατριαρχικής αλληλογραφίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου και το αρχείο της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, όπως γίνεται με την πρώτη ανάγνωσή τους αντιληπτό, έρχονται στο φως ενδιαφέρουσες και άγνωστες μέχρι τούδε ιστορικές μαρτυρίες για την εκκλησιαστική και εν γένει ιστορία της Θάσου κατά τα τελευταία έτη (1894-1902) της αιγυπτιακής κυριαρχίας στη νήσο, ενώ σκιαγραφείται πληρέστερα και η σημαντική εκκλησιαστική δράση των δύο τελευταίων Μητροπολιτών της περιόδου αυτής, του Μαρωνείας Ιωακείμ Βαλασιάδη και Κωνσταντίου Γαζή.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΑΝΕΚΔΟΤΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ*
Α) Από τους κώδικες της πατριαρχικής αλληλογραφίας 
του Οικουμενικού Πατριαρχείου
(1)
«Τω Μαρωνείας Ιωακείμ
Ελάβομεν και διεξήλθομεν Συνοδικώς το από κέ Σεπτεμβρίου παρελθόντος γράμμα της αυτής Ιερότητος, δι’ ου εκτιθεμένη λεπτομερώς τα κατά την από μακρού ήδη χρόνου υφισταμένην μεταξύ της κοινότητος Ποταμιάς και της εν Άθω λαυριωτικής Σκήτης του ΤιμίουΠροδρόμου διαφοράν ως προς την κυριότητα και κατοχήν του εν Θάσω παρεκκλησίου του Αγίου Δημητρίου και των κτημάτων αυτού, και πληροφορούσα ότι οι κάτοικοι Ποταμιάς διά τακτικής αγωγής εξητήσαντο την εκτέλεσιν των περί της υποθέσεως ταύτης υπαρχουσών επισήμων Συνοδικών της Εκκλησίας αποφάσεων, αιτείται τας περί του πρακτέου οδηγίας ημών. Συνοδική τοίνυν διαγνώμη, απαντώντες συνιστώμεν τη αυτής Ιερότητι όπως δέξηται την ειρημένην αγωγήν και εκδικάση αυτήν πρωτοδίκως ενώπιον του Μικτού Μητροπολιτικού Δικαστηρίου της έδρας αυτής, διά τα περαιτέρω. Η δε του Θεού χάρις κτλ.
ϟζ΄.  Νοεμβρ.ιγ΄.»
(Α. Ο. Π. – Κ. Π. Α., Α’/69, αρ. πρωτ. 5079, έτος 1897, σσ. 359-360)
(2)
«Τω Μαρωνείας Ιωακείμ.
Διεβιβάσθη ημίν πρότινος υπό της εν Άθω Ιεράς Βασιλικής και Πατριαρχικής Μονής της Μεγίστης Λαύρας αναφορά των εν τη υπ’ αυτήν ρουμουνική σκήτη του Τιμίου Προδρόμου οσιοτάτων πατέρων, παραπονουμένων ότι η Ιερότης αυτής παρακωλύει απότινος την εν ρουμουνική γλώσση τέλεσιν κατά το μέχρι τούδε καθεστώς των ιερών ακολουθιών εν τω εν Θάσω Μετοχίω αυτών, και άλλως δε παρενοχλεί αυτούς. Όθεν, συνοδική διαγνώμη διαβιβάζοντες επισυνημμένως ώδε επί επιστροφή την τε αναφοράν αυτών μετά των επισυνημμένων αυτή εγγράφων και την σχετικήν επιστολήν της Ιεράς Μεγίστης Λαύρας, φερούσας αριθ. πρωτ. 4423, αξιούμεν την Ιερότητα αυτής ίνα πληροφορήση ημάς περί των αναφερομένων, διά τα περαιτέρω. Η δε κτλ.
ᾳωϟθ΄. Αυγούστου ιζ΄»
(Α. Ο. Π. – Κ. Π. Α., Α΄/71, αρ. πρωτ. 4423, έτος 1899, σ. 278)
(3)
«Τω Μαρωνείας Ιωακείμ.
Γράψαντες εν καιρώ τα δέοντα περί των υπό της κοινότητος Μαριών της νήσου Θάσου υποβληθέντων τη Εκκλησία παραπόνων κατά της εις λαϊκόν ενοικιάσεως του αυτόθι Μετοχίου της εν Άθω Ιεράς Μονής του Ξηροποτάμου, ελάβομεν πρότινος απάντησιν της ιεράς ταύτης Μονής διαλαμβάνουσαν ότι τα διατυπούμενα υπό της κοινότητος Μαριών παράπονα τυγχάνουσιν ανυπόστατα και αδικαιολόγητα, καθόσον πρώτον μεν η κυρίαρχος Μονή εν τω κυριαρχικώ αυτής δικαιώματι του διευθετείν και διατιθέναι τα εαυτής κατ’ ιδίαν βούλησιν ουδέν το επίμεμπτον διεπράξατο διορίσασα ένεκα λόγων οικονομίας των επιτηρητήν και διευθυντήν του διαληφθέντος Μετοχίου άνδρα λαϊκόν μεν, αλλ’ εκ των μάλα ευυπόληπτων και ευπόρων κατοίκων της κοινότητος Μαριών, αφού, ως γνωστόν, το ειρημένον Μετόχιον, ου το όλον ετήσιον εισόδημα μόλις εστίν 100 μέχρι 200 οκάδες ελαίου, διευθυνόμενον υπ’ αδελφού της Μονής απαιτεί δαπάνην υπερβαίνουσαν τας 30 λίρ. οθ. ετησίως, δεύτερον δε ουδείς εκ των κατά καιρούς χρηματισάντων εν αυτώ οικονόμων εκ των αδελφών της Μονής ηδυνήθη ίνα διαφύγη τας κατηγορίας αυτών τούτων, οίτινες νυν παραπονούνται διά τον διορισμόν του λαϊκού διευθυντού. Την τοιαύτην απάντησιν τοίνυν της διαληφθείσης Ι. Μονής εις γνώσιν της αυτής Ιερότητος, συνοδική διαγνώμη, φέροντες, αιτούμεθα κτλ.
ᾳϠ΄ Αυγούστου ιδ΄.»
(Α. Ο. Π. – Κ. Π. Α., Α΄/72, αρ. πρωτ. 4337, έτος 1900, σ. 274)
(4)
«Τω Μαρωνείας Κωνσταντίω
Υπαρχούσης διαφοράς περί κυριότητος μεταξύ της εν τη νήσω Θάσω της επαρχίας αυτής κοινότητος Ποταμιάς και του αυτόθι μετοχίου της εν Αγίω Όρει Σκήτης τουΤίμιου Προδρόμου, εγράψαμεν εγκαίρως τη Ιερά εν Άθω Κοινότητι όπως ενεργήση τα δέοντα ίνα διακοπή η αρξαμένη οικοδομή κτιρίου εν τω διαληφθέντι Μετοχίω μέχρις ου εξετασθή διά της νομίμου οδού η προκειμένη διαφορά. Η Ιερά Κοινότης απαντώσα εδήλωσεν ημίν άρτι ότι συνεπεία ενεργειών αυτής και διαταγής της Ι. Μονής Λαύρας, εις ην η σκήτη υπάγεται, οι πατέρες της Σκήτης του Τιμίου Προδρόμου ανήγγειλαν ότι διέκοψαν τας εργασίας της οικοδομής και ότι έτοιμοί εισιν ίνα άμα τη καθόδω της αυτής Ιερότητος εις την επαρχίαν αυτής προσκαλούμενοι εμφανισθώσιν ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου της Ιεράς αυτής Μητροπόλεως προς υποστήριξιν των ισχυρισμών αυτών. Ταύτα τοίνυν ανακοινούμεθα τη αυτής Ιερότητι ίνα εν καιρώ φροντίση τα δέοντα. Η δε κτλ.
ᾳϠ.΄ Νοεμβρίου κγ΄.»
(Α. Ο. Π. – Κ. Π. Α., Α΄/72, αρ. πρωτ. 6080, έτος 1900, σ. 389)
(5)
«Τω Μαρωνείας Κωνσταντίω
Η αυτού Υψηλότης Κεδίβης της Αιγύπτου, ο της Θάσου προστάτης και κηδεμών, διαμηνύσας ημίν ότι οι κάτοικοι της νήσου συνεχώς συνέρχονται μετά των ιερέων εν ταις αυτόθι εκκλησίαις και εις δημοσίας επιδίδονται διασκέψεις περί των κοινοτικών αυτών υποθέσεων διά τρόπου απάδοντος εις την μέχρι τούδε επικρατούσαν τάξιν, εξέφρασε την επιθυμίαν ημίν ίνα καταλλήλως γένηται η προσήκουσα παρά των Πατριαρχείων ενέργεια προς παύσιν των τοιούτων συναθροίσεων.
 Διό γράφοντες τη αυτής Ιερότητι εντελλόμεθα αυτή ίνα προθυμηθή εγκαίρως και αποτελεσματικώς πράξαι επί τούτω τα δέοντα, προτρέπουσα και παραινούσα διά γραμμάτων συμβουλευτικών και διά του αρχιερατικού αυτής επιτρόπου τους τε ιερείς και τους λαϊκούς κατοίκους της νήσου όπως απέχωσι τοιούτων διαβημάτων, διότι πρόδηλον τυγχάνει ότι αι ταιαύται δημοσία γενόμεναι διασκέψεις και αποφάσεις προς ουδέν αγαθόν συντελούσιν, αλλά μάλλον βλάβης παραίτιοι γίνονται, αντί δε του εφελκύσαι την ευμένειαν της Α. Υψηλότητος, τουναντίον κρίνονται ως διερεθιστικαί των πνευμάτων και ως παραίτιοι διαταράξεως της ησυχίας του τόπου, ου αι νομίμως υφιστάμεναι κοινοτικαί αρχαί δύνανται ησύχως και αθορύβως την πατρικήν και ευεργετικήν προστασίαν της Α. Υψηλότητος υπέρ των αιτημάτων του τόπου διά των επιτοπίων πολιτικών αρχών επικαλούμενοι ασφαλεστέραν προσδοκάν την ευμενή τούτων αποδοχήν.
Επί τη ευκαιρία δε ταύτη αξιούμεν την αυτής Ιερότητα ίνα γνωρίση τοις προκρίτοις της Νήσου ότι λαβόντες εγκαίρως τας περί των αιτημάτων αυτών αποσταλείσας ημίν αναφοράς, ανεκοινωσάμεθα την παράκλησιν αυτών τη Α. Υψηλότητι θερμώς και ημείς επικαλεσάμενοι υπέρ αυτών την πατρικήν προστασίαν και εύνοιαν της Α. Υψηλότητος. Η δε του Θεού χάρις κτλ.
ᾳϠα΄. Σεπτεμβρίου ζ΄.»
(Α. Ο. Π. – Κ. Π. Α., Α΄/73, αρ. πρωτ. 5271, έτος 1901, σσ. 280-281)

(6)
«Τω Μαρωνείας Κωνσταντίω
Εγκλείστως ώδε διαβιβάζομεν αυτή επί επιστροφή μετάφρασιν αιτήσεως της εν Αγίω Όρει Ρωμουνικής Σκήτης του Βαπτιστού περί του ζητήματος της Ι. Εκκλησίας του εν Θάσω Μετοχίου αυτής, αξιούντες την αυτής Ιερότητα όπως πληροφορήση την Εκκλησίαν περί των εν αυτή, διά τα περαιτέρω. Η δε κτλ.
ᾳϠβ΄. Ιουλίου ιε’.»
(Α. Ο. Π. – Κ. Π. Α., Α΄/74, έτος 1902, σ. 287)
Β) Από το αρχείο της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης
(1)
«Σεβασμιώτατε εν Χω αδελφέ,
Αριθ. Πρωτ. 160
Η Κοινότης Καλλιράχης έχει απόλυτον ανάγκην ενός διδασκαλιστού καλού και πεπειραμένου, όπως διδάξη εν τη μικρά Σχολή αυτής, παρακαλώ όθεν θερμώς την Υμετέραν Σεβασμιότητα, ίνα ευαρεστουμένη εξεύρη ένα τοιούτον με μισθοδοσίαν τεσσαράκοντα λιρών Τουρκίας ετησίως και μας τον αποστείλη ως τάχιστα διά τα περαιτέρω, οίκοθεν εννοουμένου ότι η κατοικία, καύσιμος ύλη και εν ανάγκη και τα οδοιπορικά έσονται εις βάρος κατά την συμφωνίαν της κοινότητος.
Πεποιθώς ότι η αδελφική μου αύτη παράκλησις ευμενώς γενήσεται αποδεκτή και θέλω τύχει εγκαίρως απαντήσεως, ευχαριστώ Αυτή εκ προτέρου και διατελώ περιπτυσσόμενος Αυτήν εν φιλήματι Χριστού και διαπυνθανόμενος τα κατ’ Αυτήν παναίσια πάνυ ενδιαφερόντως.
Εν Καλλιράχη χωρίω της Θάσου τη 8η Αυγούστου 1897
Της Υμετέρας περισπουδάστου Σεβασμιότητος
αγαπητός εν Χω αδελφός
και όλως πρόθυμος
+ Ο Μαρωνείας Ιωακείμ»
(Α.Ι.Μ.Θ., Φάκ. 20, Αλληλογραφία Μητροπόλεως Μαρωνείας, αρ. εγγρ. 2886, έτος 1897)

(2)
«Σεβασμιώτατε εν Χω αδελφέ,
Αριθ. Πρωτ. 236
Ασμένως πάνυ εκομισάμην την από στ΄ Σεπτεμβρίου ε.έ. σεσημασμένην επιστολήν της Υμετέρας περισπουδάστου μοι Σεβασμιότητος μετά της περικλείστου αιτήσεως του αξιοτίμου κ. Αναστασίου Παπαδοπούλου και ενδιαφερόντως αυτάς διεξήλθον. Εις απάντησιν δηλοποιώ Αυτή, ότι άμα τη λήψει αυτής προσεκάλεσα όλους τους κληρονόμους του αποβιώσαντος οφειλέτου Αναγνώστου Αυγουστή διαμένοντας εν Παναγία και Λιμένι Θάσου και αναγνούς την επισυνημμένην αίτησιν μετά της επιστολής Σας προέτρεψα αυτούς καταλλήλως υποδεικνύς τους κινδύνους τους εκ των δικαστηρίων και τας δαπάνας αυτών, πλην άπαντες εν ενί στόματι μοι απήντησαν, ότι επί ουδενί λόγω αναγνωρίζουσιν ουδέ γινώσκουσιν το τοιούτον χρέος, και δύναται ο ενάγων να καταφύγη εις οποιαδήποτε δικαστήρια βούλεται.
Ταύτα καθηκόντως ανακοινούμενος τη υμετέρα περισπουδάστω Σεβασμιότητι διά τα περαιτέρω, δράττομαι της ευκαιρίας, όπως συγχαρώ Αυτή θερμότατα επί τη προσκλήσει ως μέλους της Ιεράς Συνόδου και παρακαλέσω Αυτήν θερμώς, ίνα παρέχη καμοί τω ελαχίστω Αυτής εν Χω αδελφώ την πολύτιμον Αυτής αδελφικήν συνδρομήν εις τας παρεμπιπτούσας επαρχιακάς μου υποθέσεις, κατασπαζόμενος δε Αυτήν αδελφικώτατα διατελώ.
Εν Γκιουμουλτζίνη τη 23 Οκτωβρίου 1897
Της Υμετέρας λίαν περισπουδάστου μοι Σεβασμιότητος
αγαπητός εν Χω αδελφός
και προθυμότατος
+ Ο Μαρωνείας Ιωακείμ»
(Α. Ι.Μ.Θ., Φάκ. 20, Αλληλογραφία Μητροπόλεως Μαρωνείας, αρ. εγγρ. 2887, έτος 1897)

(3)
«Σεβασμιώτατε εν Χω αδελφέ,
Αριθ. Πρωτ. 175
Εν τω Λιμένι της νήσου Θάσου της ταπεινής μου παροικίας, εν τινι ιδιωτικώ χωραφίω κειμένω πλησίον του κήπου του Διοικητηρίου, ο Ζαπητά μιμούρης της Θάσου Χουρσήτ Εφένδης σκάπτων προς κατασκευήν πηγαδίου, άνευ εννοείται και της αδείας του ιδιοκτήτου, ανεκάλυψε το ιερόν μιας αρχαίας εκκλησίας και δη την αγίαν αυτήν Τράπεζαν, ην ασεβέστατα έθραυσε και κατέστρεψε τον κίονα εφ’ ου εβαστάζετο αύτη και εν ω εύρε τινι μικρώ αργυρώ κιβωτίω μετά σταυρών τα εγκαίνια του ναού, άτινα φοβηθείς τον όχλον παρέδωσε τω ιερεί Λιμένος πατρί Ιερωνύμω προς φύλαξιν εξακολουθών περιφρονητικώς το έργον αυτού. Τούτο πληροφορηθείς υπό του εν λόγω ιερέως εν τη περιοδεία, έσπευσα να διαμαρτυρηθώ τω Ζαπητά και απαιτήσω την κατάπαυσιν του έργου και την εις ημάς παράδοσιν της ανακαλυφθείσης εκκλησίας ως ιερού προσκυνήματος των χριστιανών πλην ο ασεβέστατος ούτος άνθρωπος, ου μόνον δεν απήντησεν εις την διαμαρτύρησίν μου, ου μόνον δεν έλαβεν υπ’ όψιν τας δικαίας παραστάσεις μου, αλλά και εξυβρίζων με διά την ανάμιξιν επέσπευσε την συμπλήρωσιν του φρέατος,κατασκευάσας και ξύλινην μηχανήν επ’ αυτού μετά τροχού όν περιστρέφει ημίονος ρυπαίνων τον ιερόν τούτον τόπον.
Μη έχων δε Διοικητήν, ίνα εις αυτόν αναφερθώ ήλθον εις Καβάλλαν και πάραυτα προ 20 ημερών διεμαρτυρήθην εις τον εξοχώτατον Βαλήν της Θεσσαλονίκης, όστις έσπευσε μεν πάραυτα να διατάξη τον Καϊμακάμην Καβάλλας να εξετάση το πράγμα και πληροφορήση, αλλά μετά την ευνοϊκήν, ως μοι είπεν, απάντησιν δεν ευηρεστήθη άχρι ώρας να διατάξη την παρεμπόδισιν του φρέατος και την εις ημάς παράδοσιν της εκκλησίας. Τούθ όπερ και ανεξήγητον και προσβλητικόν διά τους χριστιανούς μας και διά την Μητρόπολίν μου, καθιστάν θρασείς τους υπεναντίους.
Διό και αναφερόμενος προς την υμετέραν περισπούδαστον Σεβασμιότητα, παρακαλώ Αυτήν θερμώς, ίνα μη ανεχθή την εις την θρησκείαν ημών γιγνομένην φοβεράν ύβριν, αλλά μεταβαίνουσα παρά τω Βαλή ενεργήση δραστηρίως την ικανοποίησιν της δικαίας απαιτήσεώς μου, ήτοι την εις ημάς παράδοσιν της ανακαλυφθείσης εν ερειπίοις εκκλησίας και την καταστροφήν του ανεωγότος φρέατος, διότι άλλως δεν ηξεύρω τι ημπορεί να κάμη ο απλούς χριστιανικός κόσμος βλέπων τα ιερά αυτού να περιυβρίζονται τόσον αναιδώς υπό ασεβεστάτου και βαναύσου ανθρώπου τολμήσαντος να απαιτήση παρ’ εμού και την εις αυτόν παράδοσιν των ευρεθέντων εγκαινίων, χαρακτηρίσας αυτά ως αρχαιότητας ανηκούσας εις το Διοικητήριον και το μουσείον κατά τας σχετικάς διαταγάς, ως λέγη, του Βιλαετίου, πλην άνευ επιτυχίας.
Περί τούτου εν εκτάσει εγκαίρως έγραψα τη Μητρί Εκκλησία αλλ’ ουδεμίας εισέτι ηξιώθην απαντήσεως, έγραψα και τω αυτόθι φίλω μου Βίντορι Βέη, μεθ’ ου αν εγκρίνη δύναται να συνεννοηθή και ενεργήση δραστηρίως τα προσήκοντα, ανθ’ ου έξει με διά παντός υπόχρεον και τους ευσεβείς μου χριστιανούς Λιμένος διά βίου ευγνώμονας.
Αναμένων δε εν Καβάλλα παρήγορον Αυτής επιστολήν κατασπάζομαι Αυτήν εν φιλήματι Χριστού και διατελώ μετ’  εξαιρέτου αγάπης.
Εν Καβάλλα τη 23η Αυγούστου 1898
Της υμετέρας περισπουδάστου Πανιερότητος
αγαπητός εν Χω αδελφός
και όλος πρόθυμος
+ Ο Μαρωνείας Ιωακείμ»
(Α.Ι.Μ.Θ., Φάκ. 20, Αλληλογραφία Μητροπόλεως Μαρωνείας, αρ. εγγρ. 2890, έτος 1898)
(4)
«Σεβασμιώτατε εν Χω αδελφέ,
Αριθμ. Πρωτ. 11
Δύο των απηνώς καταδιωκομένων χριστιανών Θάσου, οι καλλίτεροι ήτοι οι κ.κ. Αναστάσιος Λογοθέτης και Δ. Θωμαΐδης έρχονται εις Θεσσαλονίκην, ίνα κατ’ έφεσιν εκζητήσωσι δικαιοσύνην δι’ υπόθεσιν της πατρίδος αυτών, δι’  ην αναιτίως ενώπιον του Πρωτοδικείου Θάσου κατεδικάσθησαν εις εξάμηνον φυλάκισιν. Τους κυρίους τούτους θερμότατα συνιστών τη υμετέρα περισπουδάστω Σεβασμιότητι παρακαλώ Αυτήν θερμότατα, ίνα παράσχη αυτοίς αναξιοπαθούσι την πατρικήν Αυτής προστασίαν δαψιλή και ενεργήση δραστηρίως, όπως αναγνωρισθή το νυν καταπατούμενον δίκαιον αυτών οφθαλμοφανώς και απαλλαγώσι ποινής αδίκως και χάριν απλώς εκδικήσεως αυτοίς επιβληθείσης ανθ’ ων έξει τους τε ενδιαφερομένους, καμέ διά βίου υποχρέους.
Κατασπαζόμενος δε Αυτήν εν φιλήματι αγίω και αναμένων παρά της αγάπης Αυτής αγαθά υπέρ των συνιστωμένων φίλων μου διατελώ.
Εν Φαναρίω τη 2 Ιουνίου 1899
Της περισπουδάστου μοι Αυτής Σεβασμιότητος
αγαπητός εν Χω αδελφός
και όλως πρόθυμος
+ Ο Μαρωνείας Ιωακείμ»
(Α.Ι.Μ.Θ., Φάκ. 20, Αλληλογραφία Μητροπόλεως Μαρωνείας, αρ. εγγρ. 2892, έτος 1899)
(5)
«Σεβασμιώτατε εν Χω αδελφέ,
Καθά εκ Καβάλλας έμαθον, αφίκοντο αυτόθι οι προσυσταθέντες πρόκριτοι Θάσου κ.κ. Αναστάσιος Λογοθέτης και Δ. Θωμαΐδης εν συνοδεία χωροφυλάκων, ίνα διενεργήσωσι έφεσιν επί της γνωστής υποθέσεως αυτών και εξαιτήσωνται δικαιοσύνην. Ουδόλως όθεν αμφιβάλλω, ότι η υμετέρα περισπούδαστος Σεβασμιότης θέλει ενθαρρύνει αυτούς καταλλήλως και καταβάλη αγαθυνομένη πάσαν την δυνατήν προσπάθειαν και προστασίαν και αθώωσιν αυτών, πρυτάνευσιν δε της καταπατουμένης δικαιοσύνης, ανθ’ ου έξει εμέ μεν υπόχρεον, τους δε καταδιωκομένους αδίκως ισοβίως ευγνώμονας.
Παρακαλών δε Αυτήν ίνα ευαρεστηθή να μοι απαντήση και πληροφορήση περί της τύχης αυτών, ευχαριστώ Αυτήν εκ προτέρου διά τον κόπον και διατελω κατασπαζόμενος Αυτήν εν φιλήματι Χριστού.
Εν Φαναρίω τη 9η Ιουλίου 1899
Της περισπουδάστου μοι Αυτής Σεβασμιότητος
αγαπητός εν Χω αδελφός
και όλως πρόθυμος
+ Ο Μαρωνείας Ιωακείμ»
(Α.Ι.Μ.Θ., Φάκ. 20, Αλληλογραία Μητροπόλεως Μαρωνείας, αρ. εγγρ. 2893, έτος 1899)
(6)
«Εντιμότατοι φίλοι κ.κ. Α. Λογοθέτη και Δ. Θωμαΐδη,
Μεθ’ υπερβαλλούσης χαράς και απεριγράπτου αγαλλιάσεως καταμαθόντες εξ αμφοτέρων των επιστολών υμών την ανακήρυξιν υμών αθώων παρά του αυτόθι πολιτικού δικαστηρίου, εδοξάσαμεν τον δικαιοκρίτην Θεόν, όστις επιδών επί ταις δεήσεσι ημών υπέρ αθώων αδίκως διωκομένων προσφιλών φίλων και τέκνων κατά Χριστόν ευπειθεστάτων, ηυδόκησε να σοφίση ούτως τους πεπνυμένους δικαστάς, τους τιμώντας ομολογουμένους εαυτούς και το βασίλειον Κράτος.
Συγχαίροντες δε και υμίν εγκαρδίως επί ταύτη, ευχόμεθα όπως τα παθήματα υμών χάριν της πατρίδος, ώσιν τα τελευταία, βασιλεύση δε τουντεύθεν παυσίλυπος ειρήνη ανά πάσαν την προσφιλή ημών και πολύπαθον Θάσον προς δόξαν Χριστού και χαράν και ανακούφισιν απάντων ημών.
Πατρικώτατα δε υμάς περιπτυσσόμενοι και την εξ ύψους ενίσχυσιν επικαλούμενοι και την χάριν αυτού δαψιλή επί πάντας υμάς διατελούμεν μετ’ αμειώτου αγάπης προσεπιδωρούμενοι και τας πολυτίμους ευχάς της Α. Θ. Παναγιότητος.
Εν Φαναρίω τη 9η Αυγούστου 1899
Διάπυρος προς Θεόν ευχέτης
+ Ο Μαρωνείας Ιωακείμ»
(Α.Ι.Μ.Θ., Φάκ. 20, Αλληλογραφία Μητροπόλεως Μαρωνείας, αρ. εγγρ. 2894, έτος 1899)
(7)
«Σεβασμιώτατε εν Χω αδελφέ,
Αριθμ. Πρωτ. 33
Περιχαρής εδεξάμην την υπ’ αριθμ. Πρωτ. 359 και ημερομηνία 4ης Αυγούστου ε.έ. επιστολήν της περισπουδάστου μοι Αυτής Σεβασμιότητος την εξαγγέλλουσαν την αθώωσιν των κατηγορηθέντων αδίκως προκρίτων της νήσου Θάσου, της ταπεινής μου παροικίας, υπό του αυτόθι Πολιτικού Δικαστηρίου και την προς ανενόχλητον αποχώρησιν ετοιμασίαν αυτών. Απαντών δεν εις ταύτην εκφράζω τη υμετέρα περισπουδάστω μοι Σεβασμιότητι τας επί τούτω ενθέρμους μου ευχαριστίας ανθ’ ων υπέρ των αναξιοπαθούντων χριστιανών μου επράξατε ενεργειών, βέβαιος ων ότι και εν τω μέλλοντι τούτο αυτό εκθύμως θέλετε πράξει, οσάκις εκζητηθή η πολύτιμος υμών συνδρομή καθότι τα θασιακά ως φαίνεται ουχί ταχέως και ευκόλως εξομαλυνθήσονται.
Κατασπαζόμενος δε Αυτήν εν φιλήματι Χριστού και παρακαλών ίνα και την εσώκλειστόν μου εγχειρίση αυτοίς ασφαλή, διατελώ διαπυνθανόμενος τα κατ’ Αυτήν αίσια.
Εν Φαναρίω τη 9η Αυγούστου 1899
Της υμετέρας περισπουδάστου Σεβασμιότητος
αγαπητός εν Χω αδελφός
και όλως πρόθυμος
+Ο Μαρωνείας Ιωακείμ»
(Α.Ι.Μ.Θ., Φάκ. 20, Αλληλογραφία Μητροπόλεως Μαρωνείας, αρ. εγγρ. 2895, έτος 1899)




* Οι αρχειακές και βιβλιογραφικές βραχυγραφίες που χρησιμοποιούνται στην παρούσα μελέτη είναι οι κάτωθι:
-Α. Ι. Μ. Θ.: Αρχείο Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης.
-Α.Ο.Π.–Κ.Π.Α.: Αρχειοφυλάκιο Οικουμενικού Πατριαρχείου – Κώδικες Πατριαρχικής Αλληλογραφίας.
-Ε. Α.: Εκκλησιαστική Αλήθεια.
[1] Η άλλοτε υποβιβασθείσα Μητρόπολη Μαρωνείας σε Πατριαρχική Εξαρχία, ύστερα από σχετική συνοδική απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ανυψώθηκε και πάλι σε Μητρόπολη κατά το έτος 1646, επί της πατριαρχίας Ιωαννικίου του Β΄. Το ίδιο έτος, με Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο, οι δύο «Πατριαρχικαί Νήσοι» της Θάσου και της Σαμοθράκης υπήχθησαν στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Μαρωνείας. Από το Νοέμβριο του 1924 μέχρι και το Σεπτέμβριο του 1932, η νήσος Θάσος απεσπάσθη της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας της Μητροπόλεως Μαρωνείας και, ύστερα από σχετική συνοδική απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, απετέλεσε ανεξάρτητη προσωποπαγή Μητρόπολη, με πρώτο και μοναδικό Μητροπολίτη αυτής τον από Προικοννήσου Γεώργιο (Μισαηλίδη). Όταν όμως το έτος 1932 ο Μητροπολίτης Γεώργιος μετετέθη στη Μητρόπολη Παραμυθίας, η Μητρόπολη Θάσου καταργήθη και η νήσος επανυπήχθη στη Μητρόπολη Μαρωνείας, έως ότου το έτος 1953 υπήχθη οριστικώς στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Φιλίππων. Για την αναφερόμενη επί του θέματος αυτού βιβλιογραφία, βλ. Ι. Ελ. Σιδηρά, Η φιλεκπαιδευτική και φιλοπρόοδος προσφορά και δράση των μητροπολιτών Μαρωνείας από το 1860 μέχρι και σήμερα. Συμβολή στην εκκλησιαστική και επισκοπική ιστορία της Μητροπόλεως Μαρωνείας, στο: «Θράκιος», Αφιερωματικός Τόμος στο Μητροπολίτη Μαρωνείας και Κομοτηνής κ. Δαμασκηνό, (επιμ. Γ.Κ. Παπάζογλου), Θρακική Βιβλιοθήκη – 10, Κομοτηνή 2006, σ. 281, υποσ. 118, όπου παρατίθεται πλήρης η σχετική βιβλιογραφία. 
[2] Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου Ιωακείμ Βαλασιάδης εγεννήθη το έτος 1860 στη νήσο Αντιγόνη, ένα των Πριγκηποννήσων στη θάλασσα του Μαρμαρά. Φοίτησε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης από την οποία απεφοίτησε το έτος 1885, οπότε και χειροτονήθηκε Διάκονος. Επί δύο έτη υπηρέτησε ως διδάσκαλος, ιεροκήρυκας και Αρχιδιάκονος στις Μητροπόλεις Χαλκηδόνος και Δέρκων. Στη συνέχεια εκλήθη στην πατριαρχική αυλή και υπηρέτησε ως Υπογραμματεύς της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου και ακολούθως ως Μ. Αρχιδιάκονος πλησίον του Οικουμενικού Πατριάρχου Διονυσίου του Ε΄. Το έτος 1894 εξελέγη Μητροπολίτης Μαρωνείας (1894-1900) και στη συνέχεια ανέλαβε το θρόνο της Μητροπόλεως Ρόδου (1900-1910) και τελευταία της Μητροπόλεως Νικοπόλεως (1910-1931), την οποία υπηρέτησε ευδόκιμα μέχρι την 26η Σεπτεμβρίου 1931, οπότε λόγω της ασθένειάς του παραιτήθηκε. Απεβίωσε στην Αθήνα, την 10η Αυγούστου 1933. Βλ. Πανελλήνιον Λεύκωμα Εθνικής Εκατονταετηρίδος 1821-1921, Τόμ. Στ΄, «Εκκλησία – Κλήρος», Εν Αθήναις 1922, σ. 77. «Εκκλησία», 11 (1933) 252. Γ. Κούρτη, Η Ιερά Μητρόπολη Νικοπόλεως και Πρεβέζης και οι Αρχιερείς της (1881-2000 μ.Χ.), Πρέβεζα 2000, σσ. 47-53.  
[3] Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνστάντιος (Ζαχαριάδης – Γαζής) εγεννήθη στη Σινώπη το έτος 1831. Υπήρξε από τους πρώτους ιεροσπουδαστές της Θεολογικής Σχολής Χάλκης από την οποία απεφοίτησε το έτος 1856. Στη συνέχεια εχρημάτισε γραμματεύς και ταμίας πλησίον του Μητροπολίτου Νικομηδείας Διονυσίου και έπειτα του Μητροπολίτου Αμασείας Σωφρονίου. Το Φεβρουάριο του 1865 εκλήθη υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου Σωφρονίου Γ΄στην υπηρεσία των Πατριαρχείων, όπου υπηρέτησε αρχικώς ως Δευτερεύων των πατριαρχικών Διακόνων και τον Απρίλιο του 1870 προεβιβάσθη σε Αρχιδιάκονο. Το έτος 1873 εξελέγη Μητροπολίτης Κασσανδρείας (1873-1892) και μετά από δεκαεννέα έτη προεβιβάσθη στη Μητρόπολη Σηλυβρίας (1892-1900). Κατά το Σεπτέμβριο του 1900 μετετέθη στη Μητρόπολη Μαρωνείας, αλλά τον Οκτώβριο του 1902, κατόπιν συνοδικής αποφάσεως, ετέθη σε προσωρινή διαθεσιμότητα. Έκτοτε και μέχρι του θανάτου του, τον Ιανουάριο του 1908, διέμενε εφησυχάζων στην Κωνσταντινούπολη. Ο Μητροπολίτης Κωνστάντιος Γαζής εχρημάτισε τρεις φορές μέλος της Ιεράς Συνόδου (1881-1883, 1886-1887, 1899-1900) και υπήρξε άνδρας ευφυής και ικανότατος περί την επιστήμη των μαθηματικών. Βλ. Ε.Α., 32 (1908) 24, όπου βρίσκουμε δημοσιευμένο το μοναδικό βιογραφικό σημείωμά του.
[4] Βλ. Σ. Μερτζίδου, Θασιακά ήτοι ιστορία της νήσου Θάσου από των αρχαιοτάτων μέχρι των νεωτέρων χρόνων, Καβάλα 1911, σσ. 275, 281. Γ. Παπαευστρατίου, Ιστορία της νήσου Θάσου από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, Εν Αλεξανδρεία 1922, σ. 128 κ. εξ. Απ. Βακαλόπουλου, Ιστορία της Θάσου 1453-1912, Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 58, 60, 82, 158.  
[5] Βλ. Ι. Ελ. Σιδηρά, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου Νικόλαος Σακκόπουλος και η εποχή του (1862-1927), Θεσσαλονίκη 2001, σ. 225, όπου παρατίθεται πλήρης η σχετική βιβλιογραφία. Του ιδίου, Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας, Θάσου και Σαμοθράκης Νικόλαος Σακκόπουλος και η εποχή του, περιοδικό «Ενδοχώρα», 85 (2003) 53-62. Του ιδίου, Πτυχές της εκκλησιαστικής και εθνικής προσφοράς και δράσεως του Μητροπολίτου Μαρωνείας Νικολάου Σακκόπουλου (1902-1914) στη Θάσο, «Θασιακά», 13 (2004-2006) 425-456. (Η ίδια μελέτη αναδημοσιεύεται στα Πρακτικά του Β΄Διεθνούς Συνεδρίου Βαλκανικών Ιστορικών Σπουδών: «Η Καβάλα και τα Βαλκάνια. Η Καβάλα και το Αιγαίο», Τόμ. Β΄, Καβάλα 2007, σσ. 247-281).  
[6] Βλ. Τη σχετική βιβλιογραφία της υποσ. 4.
[7] Το νοτιότερα της κοινότητος Ποταμιάς ευρισκόμενο μετοχιακό παρεκκλήσιο του Αγίου Δημητρίου, το οποίο υπήγετο στην αγιορειτική λαυριωτική ρουμανική σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, ιδρύθηκε, κατά προσέγγιση, μεταξύ των ετών 1860-1865. Για περισσότερα σχετικά ιστορικά στοιχεία, βλ. Π. Αξιώτη, Η Θάσος, σσ. 205-208. Γ. Κουκλιάτη, Ο μοναχισμός και τα μοναστήρια της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου, Καβάλα 1992, σ. 76 και υποσ. 76. Του ιδίου, Τα μετόχια του Αγίου Όρους στην Καβάλα και στη Θάσο, «Θασιακά», 6 (1989) 97-98. Δ. Στρατή, Το νησί της Θάσου και το Άγιον Όρος, Καβάλα 1995, σσ. 82-84. Ν. Μιχαλόπουλου, Τα εξωκκλήσια της Θάσου έκφραση του θρησκευτικού συναισθήματος των κατοίκων, «Θασιακά», 9 (1994-1995) 335-337. Μ. Κουμπή, Η διαμαρτυρία της κοινότητος Ποταμιάς εναντίον των Ρουμάνων μοναχών της περιοχής. Εθνικιστικές εκφάνσεις του ρουμανικού μοναχισμού στην τουρκοκρατούμενη Θάσο, «Θασιακά», 12 (2001-2003) 392 κ. εξ.    
[8] Είναι γεγονός ότι το συγκεκριμένο μετόχιο χρησιμοποιήθηκε από τους Ρουμάνους μοναχούς ως φωλιά της ρουμανικής εθνοφυλεκτικής προπαγάνδας και, κυρίως κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνος, ως εφαλτήριο της ανθελληνικής δράσεώς τους. Βλ. Μ. Κουμπή, ό.π., σσ. 395-400. Κ. Χιόνη, Η Θάσος και η δράση των Θασίων κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, «Θασιακά», 1 (1984) 76. 
[9] Βλ. Α. Ο. Π. – Κ. Π. Α., Α΄/69, αρ. πρωτ. 5079, έτος 1897, σσ. 359-360.
[10] Οι κάτοικοι της κοινότητος Ποταμιάς βρίσκονταν σε συνεχείς διενέξεις με τους μοναχούς του μετοχίου αυτού, επειδή οι δεύτεροι διεκδικούσαν την κυριότητα τόσο του αγροτεμαχίου, όσο και του επ΄αυτού ανεγερθέντος μικρού μετοχιακού παρεκκλησίου του Αγίου Δημητρίου, αλλά στη συνέχεια και των υπολοίπων κτημάτων της περιοχής, τα οποία οι ίδιοι παρανόμως είχαν καταπατήσει. Είναι μάλιστα γεγονός αποδεδειγμένο ότι οι Ρουμάνοι μοναχοί, κινούμενοι και ενεργώντας βάσει προμελετημένου σχεδίου, είχαν κατορθώσει να αυξήσουν την ακίνητη περιουσία του μετοχίου, αγοράζοντας, με την υποστήριξη και ανοχή των δωροδοκούμενων από τους ιδίους προκρίτων της Ποταμιάς, μεγάλες εκτάσεις γης, κυρίως αγροτεμάχια, τα οποία μέχρι τότε ανήκαν στην κυριότητα των κατοίκων της κοινότητος Ποταμιάς. Με τον καιρό οι Ρουμάνοι μοναχοί άρχισαν να καταπατούν ξένες ιδιοκτησίες και να κατέχουν κτήματα για τα οποία δεν είχαν κανένα τίτλο κυριότητος. Βλ. Μ. Κουμπή, ό.π., σ. 393. Δ. Στρατή, ό.π., σ. 83. 
[11] Βλ. Α. Ο. Π. – Κ. Π. Α., Α΄/69, αρ. πρωτ. 5079, έτος 1897, σ. 360. Για τη συγκεκριμένη διένεξη ανάμεσα στους κατοίκους της κοινότητος Ποταμιάς και τους Ρουμάνους μοναχούς είχε επιληφθεί παλαιότερα και το «Μικτό Εκκλησιαστικό Δικαστήριο» της Μητροπόλεως Μαρωνείας και η υπόθεση είχε εκδικαστεί σε διαφορετικές χρονολογίες (1875, 1880, 1881, 1889), χωρίς πάντως να είναι γνωστό το περιεχόμενο των σχετικών αποφάσεων που είχαν εκδοθεί. Ήδη από το έτος 1864 η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου είχε αξιώσει την άμεση απομάκρυνση των «Ρουμούνων καλογήρων» από το μετόχιο του Αγίου Δημητρίου, αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ. Το ζήτημα επανήλθε στο προσκήνιο και κατά το έτος 1873, οπότε το Πατριαρχείο απεφάσισε εκ νέου την απομάκρυνση των Ρουμάνων καλογήρων από το μετόχιο στην Ποταμιά, αλλά και η δεύτερη αυτή απόφαση ουδέποτε εκτελέστηκε. Για όσο χρονικό διάστημα το ζήτημα παρέμενε σε εκκρεμότητα, εξακολουθούσε και η σχετική αλληλογραφία ανάμεσα στο Πατριαρχείο και τους εκάστοτε Μητροπολίτες Μαρωνείας, όπως τον Χρύσανθο Ιεροκλή (1888-1893), Ιωακείμ Βαλασιάδη (1894-1900), Κωνστάντιο Γαζή (1900-1901) και Νικόλαο Σακκόπουλο (1902-1914), οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις εκλήθησαν να παρέμβουν για να αντιμετωπίσουν τις οξύτατες διενέξεις ανάμεσα στους Ρουμάνους μοναχούς του μετοχίου και τους κατοίκους της κοινότητας Ποταμιάς, και να θέσουν ένα οριστικό τέλος στο επί δεκαετίες χρονίζον αυτό ζήτημα. Βλ. Μ. Κουμπή, ό.π. σ.σ. 394-395. Ι. Ελ. Σιδηρά, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού…, ό.π., σ. 265. Του ιδίου, Πτυχές…, ό.π. σσ. 430-431.   
[12] Βλ. Α. Ο. Π. – Κ. Π. Α., Α΄/69, αρ. πρωτ. 5079, έτος 1897, σ. 360.
[13] Βλ. Α. Ο. Π. – Κ. Π. Α., Α΄/71, αρ. πρωτ. 4423, έτος 1899, σ. 278.
[14] Βλ. Στο ίδιο. Εντονότερη κατά το έτος 1912 επανήλθε στο προσκήνιο η παλαιά διένεξη ανάμεσα στους Ρουμάνους μοναχούς του μετοχίου του Αγίου Δημητρίου και τους κατοίκους της κοινότητος Ποταμιάς αναφορικά με την προσβλητική σε πολλές περιπτώσεις παρενόχληση και εκ νέου παρεμπόδιση των πατέρων του μετοχίου από τους κατοίκους της Ποταμιάς να τελούν τη Θεία Λειτουργία στη ρουμανική γλώσσα. Η διαμάχη ανάμεσα στα δύο μέρη έφθασε μέχρι την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου, όταν ο Δικαίος της αγιορειτικής λαυριωτικής ρουμανικής σκήτης του Τιμίου Προδρόμου υπέβαλε στη Μητέρα Εκκλησία έγγραφη καταγγελία, με την οποία ζητούσε να παρέμβει το Πατριαρχείο και να συστήσει στον τότε Μητροπολίτη Μαρωνείας Νικόλαο Σακκόπουλο (1902-1914) να αποτρέψει στο μέλλον τους κατοίκους της κοινότητος Ποταμιάς από παρόμοιες ενέργειες σε βάρος των Ρουμάνων μοναχών. Με την ίδια απόφαση όμως που η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου προέτρεπε το Μητροπολίτη Νικόλαο να συγκρατήσει και αποτρέψει τους κατοίκους της Ποταμιάς από παρόμοιες ενέργειες σε βάρος των Ρουμάνων μοναχών, απαγόρευε και στους Ρουμάνους μοναχούς να τελούν τη Θεία Λειτουργία στη ρουμανική γλώσσα. Βλ. Α. Ο. Π. – Κ. Π. Α., Α΄/86, αρ. πρωτ. 9350, έτος 1912, σ. 479. Ε.Α., 32 (1912) 410. Πρβλ. Ι. Ελ. Σιδηρά, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού…, ό.π., σ. 266. Του ιδίου, Πτυχές…, ό.π., σ. 434.
[15] Βλ. Α. Ο. Π. – Κ. Π. Α., Α΄/71, αρ. πρωτ. 4423, έτος 1899, σ. 278.
[16] Βλ. Α. Ο. Π. – Κ. Π. Α., Α΄/72, αρ. πρωτ. 4337, έτος 1900,σ. 274.
[17] Βλ. Στο ίδιο. Το μετόχιο της Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου στην κοινότητα των Μαριών συστήθηκε το έτος 1807 με αφορμή τη σωτηρία των κατοίκων της κοινότητος από θανατηφόρο πανώλη που είχε ενσκήψει και είχε αποδεκατίσει περισσότερους από 300 ανθρώπους. Βλ. Γ. Κουκλιάτη, Τα μετόχια…, ό.π., σ. 97 και υποσ. 18. Του ιδίου, Ο Μοναχισμός…, ό.π., σ. 68 και υποσ. 49. Δ. Στρατή, ό.π., σσ. 84-87.
[18] Βλ. Α. Ο. Π. – Κ. Π. Α., Α΄/72, αρ. πρωτ. 4337, έτος 1900, σ. 274.
[19] Βλ. Στο ίδιο.
[20] Βλ. Α. Ι. Μ. Θ., Φάκ. 20, Αλληλογραφία Μητροπόλεως Μαρωνείας, αρ. εγγρ. 2886, έτος 1897.
[21] Βλ. Στο ίδιο.
[22] Βλ. Α. Ι. Μ. Θ., Φάκ. 20, Αλληλογραφία Μητροπόλεως Μαρωνείας, αρ. εγγρ. 2887, έτος 1897.
[23] Βλ. Στο ίδιο.
[24] Βλ. Α. Ι. Μ. Θ., Φάκ. 20, Αλληλογραφία Μητροπόλεως Μαρωνείας, αρ. εγγρ. 2890, έτος 1898.
[25] Ο τίτλος του «Ζαπητά Μιμούρη», που ήταν ο Διοικητής της Χωροφυλακής Θάσου, απαντάται και με τις παρακάτω παραλλαγές, όπως «Ζαμπετά Μιμούρης» ή «Ζαμπετά Μεμουρού» ή «Ζαμπιτά».
[26] Ο Διοικητής της Χωροφυλακής Θάσου Χουρσίτ Εφέντης, που ήταν Λαζός στην καταγωγή, διακρινόταν για το βίαιο, προκλητικό και ασεβή χαρακτήρα του στην εκτέλεση των εντολών της αιγυπτιακής διοικήσεως σε βάρος των δοκιμαζόμενων Θασίων. Εκμεταλλευόμενος μάλιστα τον ήπιο χαρακτήρα του προϊσταμένου του, Διοικητού της Θάσου Μαχμούτ Ριφάτ Μπέη, πολλές φορές και με προκλητικό τρόπο αναμιγνυόταν σε υποθέσεις που δεν ανήκαν στη δικαιοδοσία του. Το όνομα και οι πρακτικές του ήταν συνώνυμα των βιαιοτήτων, διώξεων, συλλήψεων και φυλακίσεων πολλών Θασίων, κυρίως κατά την περίοδο 1898-1902, όταν οι κάτοικοι της Θάσου αγωνίζονταν με κάθε τρόπο να διατηρήσουν το προνομιακό καθεστώς της νήσου, αντιστεκόμενοι στις βάναυσες και προκλητικές αυθαιρεσίες της αιγυπτιακής διοικήσεως υπό την καθοδήγηση του Χεδίβη της Αιγύπτου Αμπάς Χιλμή Β’ (1892-1914). Βλ. Απ. Βακαλόπουλου, ό.π., σσ. 162-163. Γ. Παπαευστρατίου, ό.π., σσ. 145-148.
[27] Με τον όρο «εγκαίνια», ο Μητροπολίτης Ιωακείμ προφανώς αναφέρεται στα ιερά λείψανα των Αγίων που κατατίθενται σύμφωνα με ειδικό τελετουργικό στο κέντρο της Αγίας Τραπέζης, κατά τον καθαγιασμό της, όταν εγκαινιάζεται κάποιος ναός.
[28] Βλ. Α. Ι. Μ. Θ., Φάκ. 20, Αλληλογραφία Μητροπόλεως Μαρωνείας, αρ. εγγρ. 2890, έτος 1898.
[29] Βλ. Στο ίδιο.
[30] Βλ. Στο ίδιο.
[31] Το πραγματικό επίθετο του Αναστασίου Λογοθέτη ήταν Αναγνώστου, αλλά ο τιμητικός τίτλος του «Λογοθέτου» επεκράτησε και ως επώνυμο, τουλάχιστον από το 1895. Ο Αναστάσιος Λογοθέτης υπήρξε σπουδαίο πολιτικό πρόσωπο της Θάσου και δε δίστασε πολλές φορές να συγκρουστεί σφοδρά με την εκάστοτε κατακτητική εξουσία, Αιγυπτιακή ή Τουρκική, για τα συμφέροντα της πατρίδος του Θάσου.  Δε γνωρίζουμε βέβαια το ακριβές έτος της γεννήσεώς του, αλλά υποθέτουμε ότι θα πρέπει να γεννήθηκε κατά τη δεκαετία του 1830. Το έτος 1885 είναι ένας από τους προεστούς που υπογράφει την αναφορά, την οποία αποστέλλουν οι αντιπρόσωποι των κοινοτήτων της Θάσου στον Έλληνα Υποπρόξενο Καβάλας Αλ. Τσιμπουράκη και ζητούν την άμεση συνδρομή του για την αντικατάσταση του Αιγυπτίου Διοικητού της νήσου Ιμπραήμ Ασαφή Μπέη. Το έτος 1898 εκπροσωπεί τους κατοίκους της κοινότητος του Μικρού Καζαβητίου στη Γενική Συνέλευση των κατοίκων των κοινοτήτων της Θάσου στην Καβάλα για την άρση της επιβολής των αυστηρών διοικητικών μέτρων και της νέας δυσβάστακτης φορολογίας από μέρους της αιγυπτιακής διοικήσεως της νήσου. Τέλος, η συνεργασία του με το Ελληνικό Προξενείο και η ανάμειξή του στο Μακεδονικό Αγώνα οδήγησαν αυτόν και τον προεστό της κοινότητος Μαριών Δ. Θωμαΐδη στις φυλακές της Θεσσαλονίκης. Όπως παραδίδεται μάλιστα από τους απογόνους του, κατόρθωσαν να αποφυλακιστούν μετά από μεγάλο και πολυδάπανο δικαστικό αγώνα. Ο Αν. Αναγνώστου θα πρέπει να πέθανε μετά το 1910 και πριν το 1914 σε προχωρημένη ηλικία. Βλ. Δ. Θεοδωρίδη, Το αρχείο της οικογένειας Λογοθέτη από το μικρό Καζαβήτι της Θάσου, «Θασιακά», 12 (2005) 179-180.
[32] Ο Δημήτριος Θωμαΐδης, ο οποίος υπήρξε από τις σημαντικότερες πολιτικές προσωπικότητες της Θάσου κατά το β’ ήμισυ του 19ου αι. και μέχρι το 1902, γεννήθηκε το έτος 1840 στην κοινότητα των Μαριών όπου έμαθε τα γράμματα της εποχής του. Από νέος ασχολήθηκε δραστήρια με το εμπόριο δασικών προϊόντων και την πολιτική. Απέκτησε πολιτική εμπειρία και επί σαράντα έτη διετέλεσε προεστός της κοινότητος Μαριών, ενώ παράλληλα ανέλαβε διάφορα αξιώματα από το 1863 έως το 1902. Το έτος 1885 υπογράφει ως προεστός των Μαριών την αναφορά που αποστέλλουν οι αντιπρόσωποι των κοινοτήτων της Θάσου στον Έλληνα Υποπρόξενο Καβάλας Αλ. Τσιμπουράκη και του ζητούν να ενεργήσει για την άμεση αντικατάσταση του Διοικητού της Θάσου Ιμπραήμ Ασαφή Μπέη. Ο Δ. Θωμαΐδης δεν αρκείται μόνο στην αναφορά αυτή. Αποστέλλει έγγραφη διαμαρτυρία και προς τους Υποπροξένους των ξένων χωρών στην Καβάλα, με αποτέλεσμα να δεχθεί δύο αποτυχημένες απόπειρες δολοφονίας εναντίον του. Τον Αύγουστο του 1894 υπογράφει την αναφορά των αντιπροσώπων της Γενικής Συνελεύσεως των κοινοτήτων της Θάσου προς το Χεδίβη της Αιγύπτου Αμπάς Χιλμή Β΄, με την οποία διαμαρτύρονταν για την εκμετάλλευση των δασών της νήσου από την εταιρεία Ν.Ι. Ψιακή. Η αναφορά τελικώς δεν εστάλη διότι εν τω μεταξύ ακυρώθηκε το συμβάλαιο ενοικιάσεως των δασών από την εταιρεία Ψιακή. Το 1901 υπογράφει ως αντιπρόσωπος της κοινότητος των Μαριών την «αναφορά – διαμαρτυρία αντιπροσώπων χωρίων Θάσου» προς το Σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ Χαν για τις αλλεπάλληλες επεμβάσεις της αιγυπτιακής κυβερνήσεως στην εσωτερική διοίκηση της νήσου, που αποβλέπουν στην κατάργηση των προνομίων της. Ο Δ. Θωμαΐδης αναμειγνύεται στο Μακεδονικό Αγώνα και φυλακίζεται στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης, απ’ όπου αποφυλακίζεται το 1907 και επιστρέφει στη Θάσο. Οι δυσμενείς όμως για τον ίδιο συνθήκες που επικρατούν στη νήσο, τον εξαναγκάζουν να ζητήσει άσυλο στην Αίγυπτο και να αυτοεξοριστεί. Επιστρέφει στη Θάσο το 1912 και πεθαίνει το 1918. Βλ. Γ. Καραδρακόντη, Ο Δημ. Θωμαΐδης και η δράση του στη Θάσο κατά το 19ο αιώνα, «Θασιακά», 9 (1996) 217-236. Τ. Γριτσόπουλου, Δήμαρχος Θάσου Γεώργιος Δ. Θωμαΐδης (1904-1916), «Θασιακά», 10 (2001) 234-237.
[33] Βλ. Α. Ι. Μ. Θ., Φάκ. 20, Αλληλογραφία Μητροπόλεως Μαρωνείας, αρ. εγγρ. 2892, έτος 1899. Αν και στο συγκεκριμένο έγγραφο , όπως και στα υπόλοιπα τρία που έπονται, δεν προσδιορίζεται από το Μητροπολίτη Ιωακείμ για ποια ακριβώς υπόθεση της πατρίδος τους οι δύο πρόκριτοι Αν. Λογοθέτης και Δ. Θωμαΐδης κατεδικάσθησαν από το Πρωτοδικείο της Θάσου σε εξάμηνη φυλάκιση, ωστόσο μπορούμε, έστω και με επιφύλαξη, να υποθέσουμε ότι βασική αιτία της καταδίκης τους υπήρξε η κατά την κρίσιμη εκείνη περίοδο (1898-1899) ενεργός ανάμειξή τους στον αγώνα των Θασίων ενάντια στα δυσμενή διοικητικά και δυσβάστακτα φορολογικά μέτρα της αιγυπτιακής κυβερνήσεως, η οποία απέβλεπε στη σταδιακή κατάργηση του πολυετούς προνομιακού καθεστώτος της Θάσου.
[34] Βλ. Ε.Α., 19 (1899) 37, 129.
[35] Βλ. Α. Ι. Μ. Θ., Φάκ. 20, Αλληλογραφία Μητροπόλεως Μαρωνείας, αρ. εγγρ. 2892, έτος 1899.
[36] Βλ. Στο ίδιο.
[37] Βλ. Στο ίδιο.
[38] Βλ. Α. Ι. Μ. Θ., Φάκ. 20, Αλληλογραφία Μητροπόλεως Μαρωνείας, αρ. εγγρ. 2893, έτος 1899.
[39] Βλ. Στο ίδιο.
[40] Βλ. Στο ίδιο.
[41] Βλ. Α. Ι. Μ. Θ., Φάκ. 20, Αλληλογραφία Μητροπόλεως Μαρωνείας, αρ. εγγρ. 2894, έτος 1899.
[42] Βλ. Στο ίδιο.
[43] Βλ. Α. Ι. Μ . Θ., Φάκ. 20, Αλληλογραφία Μητροπόλεως Μαρωνείας, αρ. εγγρ. 2895, έτος 1899.
[44] Βλ. Στο ίδιο.
[45] Βλ. Στο ίδιο.
[46] Βλ. Α. Ο. Π. – Κ. Π. Α., Α΄/72, αρ. πρωτ. 6080, έτος 1900, σ. 389. Πρβλ. Ι. Ελ. Σιδηρά, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού…, ό.π., σ. 265. Του ιδίου, Πτυχές…, ό.π., σ. 431.
[47] Βλ. Α. Ο. Π. – Κ. Π. Α., Α΄/72, αρ. πρωτ. 6080, έτος 1900, σ. 389.
[48] Βλ. Στο ίδιο.
[49] Βλ. Στο ίδιο.
[50] Βλ. Α. Ο. Π. – Κ. Π. Α., Α΄/73, αρ. πρωτ. 5271, έτος 1901, σσ. 280-281.
[51] Στα χρόνια του Χεδίβη της Αιγύπτου Αμπάς Χιλμή Β΄(1892-1914) αρχίζει η σταδιακή κατάργηση του διοικητικού και φορολογικού προνομιακού καθεστώτος της Θάσου. Στην εφαρμογή του σχεδίου αυτού ο Χεδίβης απαγορεύει απόλυτα την κοπή ξυλείας και αυξάνει το φόρο της οικοδομήσιμης ξυλείας. Παράλληλα αναστατώνεται και η πολιτική ζωή της Θάσου επειδή καταλύονται οι θεμελιώδεις προνομιακοί κοινοτικοί θεσμοί της νήσου. Το 1898 επανεισάγεται ο «περί δικαστικών τελών» νόμος της οθωμανικής διοικήσεως και η τουρκική γλώσσα ως η επίσημη γλώσσα του δικαστηρίου. Ο διοικητής της Θάσου Μαχμούτ Ριφάτ Μπέη απαγορεύει τη σύγκληση της Γενικής Συνελεύσεως των κατοίκων με αποτέλεσμα να απονεκρωθεί το νομοθετικό σώμα και να παραλύσουν όλοι οι διοικητικοί κλάδοι του πολιτειακού – κοινοτικού οργανισμού της Θάσου. Τον Απρίλιο του 1899 με διαταγή του Χεδίβη της Αιγύπτου καταργείται ο θεσμός των προεστών και αντικαθίσταται με εκείνον των μουχτάρηδων (προέδρων), σύμφωνα με τον προϋπάρχοντα τουρκικό νόμο. Στη συνέχεια αφαιρούνται οι σφραγίδες των εκκλησιών, οι οποίες χρησιμοποιούνται για το σφράγισμα των εκκλησιαστικών εγγράφων, και στους μουχτάρηδες δίδονται τουρκικές σφραγίδες. Όλα τα παραπάνω μέτρα της αιγυπτιακής διοικήσεως είναι φανερό ότι απέβλεπαν στην απόλυτη αποστέρηση της Θάσου από τα προνόμιά της και στη σταδιακή προσάρτησή της ως απλής επαρχίας στην Αίγυπτο. Βλ. Γ. Παπαευστρατίου, ό.π., σ. 144 κ. εξ. Απ. Βακαλοπούλου, ό.π., σσ. 158-165.
[52] Βλ. Γ. Παπαευστρατίου, ό.π., σσ. 145-150. Απ. Βακαλόπουλου, ό.π., σσ. 160-161, 164-165.
[53] Κατά παράδοση ο εκάστοτε Μητροπολίτης Μαρωνείας περιόδευε κατά τους θερινούς μήνες ή ακόμη και το μήνα Σεπτέμβριο στη Θάσο και τη Σαμοθράκη, και διεκπεραίωνε τις υπάρχουσες εκκλησιαστικές, διοικητικές και πνευματικές εκκρεμότητες στις ενορίες των δύο νήσων. Βλ. Μ. Μελιρρύτου, Περιγραφή ιστορική και γεωγραφική υπ’ εκκλησιαστικήν έποψιν της  θεοσώστου επαρχίας Μαρωνείας, Εν Κωνσταντινουπόλει 1871, σ. 32.
[54] Βλ. Απ. Βακαλόπουλου, ό.π., σ. 165. Του ιδίου, Γεγονότα στη Θάσο κατά τα τελευταία χρόνια της συγκυριαρχίας της οθωμανικής αυτοκρατορίας και της Αιγύπτου σ’ αυτήν (τέλη 19ου – αρχές 20ου), «Θασιακά», 6 (1989) 32.
[55] Ο Απ. Βακαλόπουλος επί τη βάσει εγγράφων της περιόδου εκείνης αναφέρει ότι το έτος 1902 οι πρόκριτοι της Θάσου, εκ των υστέρων, λόγω των επεισοδίων που διαδραματίστηκαν στη νήσο, ήταν πολύ δυσαρεστημένοι από τη στάση του Μητροπολίτου Κωνσταντίου, επειδή, κατά τους ισχυρισμούς τους, η πολιτεία του δεν ήταν η αρμόζουσα στο υψηλό του χριστιανικό αξίωμα και δεν μπόρεσε να τους φανεί χρήσιμος στις κρίσιμες εκείνες στιγμές. Γράφουν μάλιστα ότι η περιοδεία του στη νήσο «αντί να δώση νέαν προς τα πρόσω ώθησιν εις τα εν γένει ζητήματα του νησιού, μάλλον τελμάτωσε και περιέπλεξε αυτά εις αδιέξοδον οδόν». Γι’ αυτό, αμέσως μετά τα αιματηρά γεγονότα, στις 26 Απριλίου 1902, ζητούν με έγγραφο, που υπογράφεται και από 60 περίπου άλλα πρόσωπα, από τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄και την Ιερά Σύνοδο, όπως έχοντας υπ’ όψιν τους «το ακροσφαλές και κατεπείγον των πραγμάτων» τους, προβούν στο διορισμό άλλου Μητροπολίτου. Βλ. Απ. Βακαλόπουλου, Γεγονότα…, ό.π., σσ. 32, 33.
[56] Βλ. Α. Ο. Π. – Κ. Π. Α., Α΄/73, αρ. πρωτ. 5271, έτος 1901, σ. 280.
[57] Βλ. Στο ίδιο.
[58] Βλ. Στο ίδιο.
[59] Βλ. Στο ίδιο.
[60] Βλ. Α. Ο. Π. – Κ. Π. Α., Α΄/74, έτος 1902, σ. 287.
[61] Βλ. Στο ίδιο.
[62] Βλ. Στο ίδιο.



* Στα δημοσιευόμενα έγγραφα δεν υπήρξε καμμία μεταβολή στη σύνταξη, ορθογραφία και στίξη τους.


Ιωάννου Ελ. Σιδηρά, Σελίδες εκκλησιαστικής δράσεως των Μητροπολιτών Μαρωνείας Ιωακείμ Βαλασίδη (1894-1900) και Κωνσταντίου Γαζή (1900-1902) στη Θάσο. Άγνωστες ιστορικές μαρτυρίες από ανέκδοτα εκκλησιαστικά έγγραφα των κωδίκων της πατριαρχικής αλληλογραφίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του αρχείου της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. «Θρακική Επετηρίδα», 11 (1999-2009) 429-452. Αναδημοσιεύεται και στα: α) «Θασιακά», 14 (2007-2008) 521-545. β) «Θρακικά» (Σειρά Δεύτερη), 16/17 (2008-2010) 205-222.


ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ












ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗΣ ΔΡΑΣΕΩΣ
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΑΚΚΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΗ ΘΑΣΟ ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ 1902-1912
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ ΤΩΝ ΚΩΔΙΚΩΝ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ[1]
Πολύτιμες και άγνωστες ιστορικές μαρτυρίες για τις πολιτικές, εκκλησιαστικές, εκπαιδευτικές, οικονομικές και εν γένει κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στη Θάσο κατά τις αρχές του 20ού αιώνος, όταν δηλαδή η νήσος υπήγετο ακόμη στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας[2] και Μητροπολίτης αυτής ήταν ο από Αγκύρας Νικόλαος Σακκόπουλος (1902-1914), μας παρέχουν ορισμένα ανέκδοτα εκκλησιαστικά έγγραφα, τα οποία προέρχονται από το αρχείο των κωδίκων της πατριαρχικής αλληλογραφίας του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου και από το αρχείο της μητροπολιτικής αλληλογραφίας της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Ειδικότερα δε τα συγκεκριμένα αυτά έγγραφα είναι η εκκλησιαστική αλληλογραφία του Μητροπολίτου Μαρωνείας Νικολάου με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ (1901-1912) και το Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Αλέξανδρο Ρηγόπουλο (1903-1910).
Η παρούσα μελέτη δεν διεκδικεί βέβαια δάφνες πρωτοτυπίας για τα περισσότερα, τουλάχιστον, εκ των γεγονότων, στα οποία αναφέρονται τα συγκεκριμένα ανέκδοτα έγγραφα, αφού τα γεγονότα αυτά, ούτως ή άλλως, έχουν από ετών καταγραφεί και παρουσιαστεί διεξοδικά και με κάθε λεπτομέρεια από διαφόρους διαπρεπείς ιστορικούς και άλλους ερευνητές. Η συνεισφορά της παρούσης μελέτης, έγκειται, κυρίως, στη δημοσίευση νεωτέρων και αγνώστων ιστορικών στοιχείων τα οποία φωτίζουν, συμπληρώνουν και αναδεικνύουν κάποιες άγνωστες μέχρι τούδε πτυχές ορισμένων εκ των ήδη γνωστών και από ετών καταγεγραμμένων ιστορικών γεγονότων, που αφορούν την τοπική ιστορία της Θάσου στις αρχές του 20ού αιώνος και ειδικότερα κατά την δεκαετία 1902-1912. Καταγράφονται βέβαια και ορισμένα παντελώς άγνωστα μέχρι και σήμερα στην ιστορική έρευνα γεγονότα, τα οποία συμπληρώνουν τη νεώτερη ιστορία της Θάσου κατά τα τελευταία έτη της τουρκοκρατίας.
Στο πλαίσιο αυτό πληροφορούμεθα παράλληλα και για την εκκλησιαστική και εθνική προσφορά και δράση τόσο της τοπικής Εκκλησίας, στο πρόσωπο του τότε Μητροπολίτου Μαρωνείας Νικολάου, όσο και του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου στην αντιμετώπιση των ποικίλων ζητημάτων που είχαν ανακύψει κατά τη συγκεκριμένη περίοδο στις χριστιανικές κοινότητες της νήσου και απασχολούσαν έντονα τους Θασίους.
Τον Οκτώβριο του 1902 ο θρόνος της Μητροπόλεως Μαρωνείας τελούσε «εν χηρεία», επειδή με απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου ο μέχρι τότε Μητροπολίτης Μαρωνείας Κωνστάντιος Γαζής (1900-1902) είχε τεθεί σε «προσωρινή διαθεσιμότητα». Κατά τον ίδιο μήνα, η «Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου, κατόπιν της «προτροπής και αδείας» του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωακείμ Γ’ (1901-1912), όπως διαβάζουμε στο σχετικό υπόμνημα[3] της αρχιερατικής εκλογής, και αφού έλαβε υπ’ όψιν την πολυσχιδή προσωπικότητα, τις διοικητικές ικανότητες και το πολύπλευρο εθνικό, εκκλησιαστικό και ποιμαντικό έργο του μέχρι τότε Μητροπολίτου Αγκύρας (1899-1902) Νικολάου Σακκόπουλου[4], απεφάσισε, «ψήφοις κανονικαίς», την προαγωγική εκλογή και μετάθεσή του, στις 19 Οκτωβρίου του 1902, στην Ιερά Μητρόπολη Μαρωνείας[5].
Η εκλογή του Νικολάου στη Μητρόπολη Μαρωνείας συνέπεσε και με τη μεταβολή της πολιτικής διοικήσεως στη Θάσο, η οποία, ύστερα από ογδόντα σχεδόν έτη Αιγυπτιακής κυριαρχίας (1813-1902), είχε υπαχθεί (Μάρτιος-Απρίλιος 1902) και πάλι υπό οθωμανική διοίκηση[6]. Με την εγκατάσταση της οθωμανικής διοικήσεως στη νήσο επακολούθησε και η κατάργηση του προνομιακού καθεστώτος που είχε παραχωρήσει η Αιγυπτιακή διοίκηση στους Θασίους, ενώ οι δυσμενείς μεταρρυθμίσεις, που σταδιακά είχαν αρχίσει να επιβάλλονται, απέβλεπαν, κυρίως, στην πλήρη και απόλυτη εφαρμογή και στην Θάσο του διοικητικού και οικονομικού-φορολογικού συστήματος που ίσχυε και σε όλες τις υπόλοιπες επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Μετά και από αυτές τις πολλαπλώς δυσμενείς εξελίξεις για τους χριστιανούς κατοίκους της Θάσου, γίνεται ευκόλως αντιληπτό ότι ο ρόλος του Μητροπολίτου Νικολάου κατέστη ακόμη περισσότερο σημαντικός και αναγκαίος για την προστασία του ποιμνίου του και την προάσπιση των πολιτικών, θρησκευτικών, εκπαιδευτικών και οικονομικών κεκτημένων δικαιωμάτων του.
Το πρώτο σοβαρό εκκλησιαστικό ζήτημα που εκλήθη να αντιμετωπίσει και επιλύσει ο Νικόλαος στη Θάσο, κατά τον Αύγουστο του 1903, ήταν η διαμάχη που είχε ξεσπάσει εκ νέου ανάμεσα στη λαυριωτική αγιορειτική «Ρουμουνική» (Ρουμανική) σκήτη του Τιμίου Προδρόμου και τους κατοίκους της κοινότητος Ποταμιάς. Η νέα αυτή διαμάχη είχε αρχίσει, επειδή ο δικαίος και οι λοιποί μοναχοί της σκήτης, όπως πληροφορούμεθα από ανέκδοτη επιστολή της πατριαρχικής αλληλογραφίας, είχαν καταγγείλλει εγγράφως τους κατοίκους της Ποταμιάς στην Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου «επί αδίκω επεμβάσει… εις τα του παρεκκλησίου του εκείσε μετοχίου αυτών»[7], ενώ υπεστήριζαν με επιμονή ότι τόσο το αγροτεμάχιο, όσο και το ανεγερθέν επ’ αυτού μετοχιακό της σκήτης παρεκκλήσιο του Αγίου Δημητρίου[8], υπήγοντο ανέκαθεν στην κανονική εκκλησιαστική δικαιοδοσία και ιδιοκτησία της σκήτης τους.
Το πατριαρχείο επελήφθη αμέσως του εκ νέου ανακύψαντος αυτού ζητήματος και αφού εξέτασε συνοδικώς την έγγραφη αναφορά των πατέρων της λαυριωτικής σκήτης, ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄, με επιστολή του (11 Αυγούστου 1903), ενημέρωσε, «συνοδική εγκρίσει», για την υποβληθείσα στην Ιερά Σύνοδο καταγγελία των μοναχών, και το Μητροπολίτη Νικόλαο, στον οποίο συνέστησε, αφού εξετάσει «... επί τόπου επακριβώς τα κατά το ζήτημα τούτο υποβάλη… την δέουσαν έκθεσιν προς ανάλογον σκέψιν και ενέργειαν…»[9].
Στο σημείο τούτο και χάριν της ιστορίας αξίζει να αναφερθεί ότι από την περίοδο ακόμη της βυζαντινής αυτοκρατορίας, καθ’ όλη τη διάρκεια της οθωμανοκρατίας και της αιγυπτιακής κυριαρχίας, και μέχρι το έτος 1926, στη Θάσο λειτουργούσαν τα μετόχια που είχαν ιδρύσει οι περισσότερες Ιερές Μονές και σκήτες του Αγίου Όρους[10]. Οι δε πατέρες των μετοχίων αυτών, οι οποίοι εγκαταβιούσαν και δρούσαν στη Θάσο, είχαν ανεγείρει με την σειρά τους πολλά παρεκκλήσια σε αγροτεμάχια που κατείχαν και ευρίσκοντο σε διάφορες περιοχές της νήσου. Επί δε των ημερών της αρχιερατείας του Μητροπολίτου Νικολάου, το πλέον γνωστό μετόχιο για την επιζήμια δράση του σε βάρος των ακινήτων περιουσιών των κατοίκων της κοινότητος Ποταμιάς, αλλά και το πολυπληθέστερο σε μοναχούς, ήταν της αγιορειτικής λαυριωτικής «Ρουμουνικής» σκήτης του Τιμίου Προδρόμου[11], το οποίο ιδρύθηκε, κατά προσέγγιση[12], μεταξύ των ετών[13] 1860-1863, σε περιοχή νοτιότερα της κοινότητος Ποταμιάς, και χρησιμοποιήθηκε από τους «ρουμάνους μοναχούς σαν φωλιά της ρουμανικής προπαγάνδας».[14]
Οι κάτοικοι της Ποταμιάς ευρίσκοντο σε συνεχείς διενέξεις με τους μοναχούς του μετοχίου αυτού, επειδή διεκδικούσαν, εκτός των άλλων, και την κυριότητα του μικρού μετοχιακού παρεκκλησίου του Αγίου Δημητρίου, το οποίο είχαν ανεγείρει οι πατέρες του μετοχίου σε παρακείμενο της κοινότητος Ποταμιάς αγροτεμάχιο. Είναι μάλιστα γεγονός αναμφισβήτητο ότι το μετόχιο αυτό είχε γίνει έκτοτε το εφαλτήριο των Ρουμάνων μοναχών, οι οποίοι κινούμενοι και ενεργώντας βάσει προμελετημένου σχεδίου, είχαν κατορθώσει να αυξήσουν την ακίνητη περιουσία του μετοχίου, αγοράζοντας, με την υποστήριξη και ανοχή των δωροδοκούμενων από τους ιδίους προκρίτων της Ποταμιάς, μεγάλες εκτάσεις γης, κυρίως αγροτεμάχια, τα οποία ανήκαν στην κυριότητα των κατοίκων της κοινότητος Ποταμιάς[15].
Η συγκεκριμένη πάντως εδαφική αμφισβήτηση και διεκδίκηση από τους κατοίκους της κοινότητος Ποταμιάς της κυριότητος τόσο του αγροτεμαχίου, όσο και του επ’ αυτού ανεγερθέντος μικρού παρεκκλησίου του Αγίου Δημητρίου, αλλά στη συνέχεια και των υπολοίπων κτημάτων της περιοχής, τα οποία παρανόμως είχαν καταπατήσει οι Ρουμάνοι μοναχοί του μετοχίου, δεν ήταν ένα τυχαίο γεγονός που είχε ανακύψει για πρώτη φορά επί των ημερών του Μητροπολίτου Νικολάου, το έτος 1903, αφού και κατά τις προηγούμενες δεκαετίες είχαν υπάρξει για το ίδιο ακριβώς ζήτημα παρόμοιες διενέξεις και συγκρούσεις ανάμεσα στα δύο ενδιαφερόμενα μέρη.
Για το συγκεκριμένο ζήτημα είχε επιληφθεί παλαιότερα και το «Μικτό Εκκλησιαστικό Δικαστήριο» της Μητροπόλεως Μαρωνείας και η υπόθεση είχε εκδικαστεί δε διαφορετικές χρονολογίες (1875, 1880, 1881, 1889), χωρίς πάντως να είναι γνωστό το περιεχόμενο των σχετικών αποφάσεων που είχαν εκδοθεί[16]. Ήδη από το έτος 1864 η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου είχε αξιώσει την άμεση απομάκρυνση των «ρουμούνων καλογήρων» από το μετόχιο του Αγίου Δημητρίου, αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ[17]. Το ζήτημα επανήλθε στο προσκήνιο και κατά το έτος 1873, οπότε το Πατριαρχείο απεφάσισε εκ νέου την απομάκρυνση των «ρουμούνων καλογήρων» από το μετόχιο στην Ποταμιά, αλλά και η δεύτερη αυτή απόφαση ουδέποτε εκτελέστηκε[18].
Η μη εκτέλεση των αποφάσεων της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου για την άμεση εκδίωξη του Ρουμάνων μοναχών του μετοχίου από την ευρύτερη περιοχή της κοινότητος Ποταμιάς, αλλά και η προς το σκοπό τούτο φαινομενική αδράνεια που είχαν επιδείξει οι κάτοικοι της Ποταμιάς, ερμηνεύονται εκ του γεγονότος ότι οι Ρουμάνοι μοναχοί είχαν κατορθώσει να λάβουν «συγχωροχάρτι» από τους Ποταμιώτες, ώστε να μπορέσουν να παραμένουν στην περιοχή.
Με έγγραφο του 1867 υποσχέθηκαν στην κοινότητα ότι θα ιδρύσουν και θα συντηρήσουν με έξοδα της αγιορειτικής λαυριωτικής ρουμανικής σκήτης του Τιμίου Προδρόμου ελληνική σχολή στην Ποταμιά. Ως αντάλλαγμα εξασφάλισαν έγγραφο των Ποταμιωτών, που μαρτυρούσε την καλή τους συμπεριφορά και τους αγαθούς τους σκοπούς, και το έστειλαν στις εκκλησιαστικές αρχές για τη συνέχιση της δράσεώς τους.
Ως το 1912 όμως που συντάχθηκε η «Διαμαρτυρία», η υπόσχεση των Ρουμάνων δεν είχε πραγματοποιηθεί, αποδεικνύοντας ότι επρόκειτο για τέχνασμα, ώστε να μην εφαρμοσθεί ποτέ η απόφαση της Ιεράς Συνόδου[19].
Για όσο χρονικό διάστημα το ζήτημα παρέμενε σε εκκρεμότητα, εξακολουθούσε και η σχετική αλληλογραφία ανάμεσα στο Πατριαρχείο και τους εκάστοτε Μητροπολίτες Μαρωνείας, όπως τον Χρύσανθο Ιεροκλή (1888-1893), Ιωακείμ Βαλασιάδη (1894-1900), Κωνστάντιο Γαζή (1900-1902) και Νικόλαο Σακκόπουλο (1902-1914), οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις εκλήθησαν να παρέμβουν για να αντιμετωπίσουν τις οξύτατες διενέξεις ανάμεσα στους μοναχούς του μετοχίου και τους κατοίκους της Ποταμιάς, και να θέσουν ένα οριστικό τέλος στο επί δεκαετίες χρονίζον αυτό ζήτημα. Από τις ανέκδοτες σχετικές επιστολές του Πατριαρχικού Αρχειοφυλακίου πληροφορούμεθα ότι το συγκεκριμένο ζήτημα είχε απασχολήσει έντονα το Μητροπολίτη Μαρωνείας Ιωακείμ Βαλασιάδη[20] (1894-1900) δύο φορές, κατά τα έτη 1897 και 1899, ενώ και ο διάδοχός του, Μητροπολίτης Κωνστάντιος Γαζής[21] (1900-1902), εκλήθη να αντιμετωπίσει παρόμοιες διενέξεις κατά τα έτη 1900 και 1902.
Η διαμάχη όμως που ανέκυψε για πρώτη φορά επί των ημερών του Μητροπολίτου Νικολάου, κατά το 1903, επανήλθε εκ νέου στο προσκήνιο και το επόμενο έτος, έχοντας και πάλι ως αιτία την αμφισβητούμενη κυριότητα επί του μικρού μετοχιακού παρεκκλησίου του Αγίου Δημητρίου, το οποίο διεκδικούσαν εντονότερα αυτή τη φορά οι κάτοικοι της Ποταμιάς από τους Ρουμάνους μοναχούς του μετοχίου.
Σε ανέκδοτη σχετική επιστολή που απέστειλε, στις 19 Φεβρουαρίου του 1904, ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ προς το Μητροπολίτη Νικόλαο, πληροφορούμεθα ότι η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου, αφού είχε συστήσει «… επί τούτω επιτροπήν εκ προσώπων αρμοδίων προς μελέτην των κατά την υπόθεσιν ταύτην…»[22] και είχε λάβει υπ’ όψιν την υποβληθείσα προς αυτήν γνωμοδοτική έγγραφη έκθεση του Μητροπολίτου Νικολάου, αναφορικά με την επίμαχη διεκδίκηση της κυριότητος του παρεκκλησίου του Αγίου Δημητρίου και της πέριξ αυτού «διαμφισβητούμενης περιοχής» από τους κατοίκους της Ποταμιάς, συνιστούσε στο Μητροπολίτη Νικόλαο να εξετάσει δικαστικώς, κατά το πνευματικό μέρος, το δυσχερές τούτο ζήτημα ενώπιον του «Μικτού Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου» της Μητροπόλεως Μαρωνείας, επί τη βάσει της ασκηθείσης αγωγής των πατέρων της λαυριωτικής σκήτης, «εκατέρου των διαδίκων μερών δυναμένου ίνα εφεσιβάλη ενώπιον της Ιεράς Συνόδου την εκδοθησομένην πρωτόδικον απόφασιν, εν περιπτώσει μη ικανοποιήσεως αυτού…» [23]. Στην ίδια μάλιστα επιστολή του Πατριάρχου Ιωακείμ έχουμε και τη σημαντική μαρτυρία ότι «… όσον μεν αφορά εις τας παρ’ ιδιωτών αγορασθείσας γαίας και δυνάμει επισήμων τίτλων κατεχομένας υπό των πατέρων της ειρημένης σκήτης ως και εις τας εν αυταίς υπό τούτων εγερθείσας κατά καιρούς οιασδήποτε οικοδομάς, ουδεμία εγχωρεί αντίρρησις παρά της κοινότητος Ποταμιάς…»[24].
Σύμφωνα πάντως με τα γραφόμενα του Μόσχου Δ. Κουμπή, φαίνεται ότι το Πατριαρχείο και διά της νέας συνοδικής του αποφάσεως, κατά το έτος 1904, είχε αξιώσει και πάλι την άμεση απομάκρυνση των «ρουμούνων μοναχών» από το μετόχιο του Αγίου Δημητρίου, η οποία όμως ουδέποτε εκτελέστηκε[25]. Την δε αιτία της μη εκτελέσεως και της νέας αυτής συνοδικής αποφάσεως από το Μητροπολίτη Νικόλαο, ο ως άνω συγγραφέας αποδίδει αποκλειστικά και μόνο στην αδράνεια και όχι σε κάποιο άλλο λόγο σκοπιμότητος του Μητροπολίτου[26].
Στη μη εκτέλεση της παραπάνω συνοδικής αποφάσεως του Πατριαρχείου από το Μητροπολίτη Νικόλαο και στην επιζήμια για τους κατοίκους της Ποταμιάς δράση των Ρουμάνων μοναχών αναφέρεται σε έγγραφη υπηρεσιακή του έκθεση και ο Έλληνας υποπρόξενος της Καβάλας Σουΐδας, ο οποίος, κατά τον Αύγουστο του 1907, περιόδευσε στις ελληνικές κοινότητες της Θάσου για να εξετάσει την επικρατούσα σε αυτές κατάσταση. Ο υποπρόξενος Σουΐδας στην έκθεσή του αυτή, με ημερομηνία 9 Αυγούστου 1907, την οποία απέστειλε και στον Έλληνα υπουργό των εξωτερικών Α. Σκουζέν, ανέφερε, μεταξύ άλλων, και τα κάτωθι: «…Επί της νήσου υπάρχουσι δύο μετόχια, το μεν βουλγαρικόν, το δε ρουμανικόν, ανήκοντα εις την εν Αγίω Όρει Βουλγαρικήν και Ρουμανικήν μονήν. Το ρουμανικόν, κείμενον πλησιαίστατα του ωραίου και γραφικού χωρίου Ποταμιάς, κατέχει μεγίστην έκτασιν, ην παντί σθένει και διά παντός μέσου επιζητούσι να επαυξήσωσιν οι μοναχοί διά νέων καθημερινών αγορών. Δαπανώντες δε άφθονον χρήμα και δωροδοκούντες τους ουδέν ιερόν έχοντας προκρίτους του ειρημένου χωρίου, επιτυγχάνουσι την έκθυμον προστασίαν αυτών και υποστήριξιν εις τας διαφόρους υποθέσεις, δοσοληψίας και αγοράς αυτών. Τούτου ένεκεν κινδυνεύει δυστυχώς να περιέλθη αυτοίς άπασα σχεδόν η κατάφυτος πεδιάς των χωρίων Ποταμιάς και Παναγίας, η ευφορωτέρα και μεγαλειτέρα της νήσου όλης. Νυν δε προσπαθούσι να εγείρωσι δήθεν καλύβην τινά εν τω μέσω αυτής, ην όσον ούπω θέλουσι αναμφιβόλως μετασχηματίσει εις μονήν.
Η απόφασις των Πατριαρχείων, η επιδικάζουσα τω ειρημένω χωρίω την εντός του περιβόλου του μετοχίου ανεγερθείσαν ωραίαν εκκλησίαν, μένει ανεκτέλεστος τη ενόχω ανοχή και υποστηρίξει των προκρίτων και τη αδρανεία και ραστώνη του Μητ. Μαρωνείας και τον Αρχ. αυτού Επιτρόπου…»[27].
Η διαμάχη ανάμεσα στους Ρουμάνους μοναχούς του μετοχίου και τους κατοίκους της Ποταμιάς επανήλθε εντονότερα στο προσκήνιο και για τελευταία φορά επί των ημερών της αρχιερατείας του Μητροπολίτου Νικολάου, κατά το έτος 1912[28]. Αφορμή αυτή τη φορά για τη νέα διένεξη ανάμεσα στις δύο πλευρές, που είχε προσλάβει διαστάσεις ευθείας συγκρούσεως, απετέλεσαν οι από μέρους των κατοίκων της Ποταμιάς συνεχείς προκλήσεις, παρενοχλήσεις ακόμη και επιθέσεις εναντίον των Ρουμάνων μοναχών του μετοχίου, κατά τις καθημερινές τους ασχολίες και εργασίες, καθώς και στον εκκλησιασμό τους στο παρεκκλήσιο του Αγίου Δημητρίου, στο οποίο τους παρεμπόδιζαν να προσέλθουν.
Στις συνεχείς αυτές προκλήσεις και επιθέσεις των κατοίκων της Ποταμιάς αντέδρασε άμεσα ο δικαίος της αγιορειτικής λαυριωτικής σκήτης του Τιμίου Προδρόμου, ο οποίος με επιστολή του προς τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ και την Ιερά Σύνοδο ζήτησε την άμεση παρέμβαση του Πατριαρχείου, προκειμένου να παύσουν οριστικά οι κάτοικοι της Ποταμιάς να παρενοχλούν τους μοναχούς του μετοχίου[29]. Παράλληλα όμως και όλοι οι πρόκριτοι και κάτοικοι της Ποταμιάς αντέδρασαν άμεσα και δυναμικά στις συνεχιζόμενες αυθαιρεσίες των Ρουμάνων μοναχών, οι οποίοι καταπατούσαν παράνομα μεγάλες εκτάσεις γης, πέριξ του μετοχίου και ευρύτερα στην περιοχή της κοινότητος Ποταμιάς, και απέστειλαν σχετικά με όλα τα παραπάνω συμβάντα, μακροσκελή έγγραφη «Διαμαρτυρία»[30] (1912) προς ενημέρωση και γνώση της Εκκλησίας, της πολιτείας, της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους, των εφοροδημογεροντιών όλων των χωριών της νήσου και των διευθυντών των διαφόρων εφημερίδων. Ο δε επιδιωκόμενος σκοπός της αποσταλείσης αυτής «Διαμαρτυρίας» ήταν, όπως οι ίδιοι έγραφαν, να «… κατορθωθεί η απομάκρυνσις εκ της πατρίδος ημών των υπό πολλάς επόψεις επιβλαβών ρασοφόρων»[31].
Στη συνέχεια, αφού η Ιερά Σύνοδος εξέτασε προσεκτικά την έγγραφη καταγγελία του δικαίου της λαυριωτικής ρουμανικής σκήτης, ο Πατριάρχης Ιωακείμ, με επιστολή του, στις 19 Οκτωβρίου 1912, προέτρεψε το Μητροπολίτη Νικόλαο, «… συνοδική διαγνώμη, όπως συστήση τοις χωρικοίς ίνα παύσωσι παρενοχλούντες ατόπως τους μοναχούς και επιτρέπωσιν αυτοίς ίνα εκκλησιάζωνται εν τω αναφερομένω, άνευ τινός, εννοείται, ένεκα τούτου δικαιώματος κυριότητος, μηδ’ επιτρεπομένου αυτοίς όπως τελώσι ρουμανιστί την θείαν λειτουργίαν…»[32]. Επειδή μάλιστα το συγκεκριμένο ζήτημα είχε προσλάβει μεγάλες διαστάσεις και είχε απασχολήσει κατ’ επανάληψη την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου, απόσπασμα της σχετικής αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου δημοσιεύτηκε ακόμη και στο επίσημο πατριαρχικό περιοδικό της «Εκκλησιαστικής Αλήθειας»[33].
Ιδιαίτερη ήταν η μέριμνα και συνεχές το ενδιαφέρον που επέδειξε ο Μητροπολίτης Νικόλαος και στον τομέα της αναβαθμίσεως και βελτιώσεως της παρεχόμενης παιδείας στους ελληνόπαιδες της Θάσου, καθώς και της οικονομικής ενισχύσεως και αρτιότερης λειτουργίας
των κάθε βαθμίδος ελληνικών εκπαιδευτηρίων που λειτουργούσαν στις κοινότητες της νήσου. Παράλληλα, άοκνες υπήρξαν οι προσπάθειές του και για την ανέγερση νέων εκπαιδευτηρίων σε όποιες από τις κοινότητες της Θάσου ήταν αυτό αναγκαίο για την αρτιότερη εκπαίδευση των μαθητών. Απόδειξη τούτου είναι και η αίτηση την οποία, κατά τις αρχές του 1908, υπέβαλε ο Νικόλαος, διά μέσου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στο αρμόδιο υπουργείο προκειμένου να εκδοθεί το σχετικό αυτοκρατορικό φιρμάνιο για την ανέγερση «κοινής σχολής»[34] στα χωριά Χαμηδιέ (Λιμενάρια)[35] και Γενήχισαρ (Νεόκαστρο)[36].
Σε καθεμιά από αυτές τις κοινότητες μαρτυρείται ότι ήδη κατά το έτος 1906 λειτουργούσε «πέντακτη σχολή»[37] (δηλαδή σχολείο πέντε τάξεων), ενώ αναφορικά με το σχολείο των Λιμεναρίων φαίνεται ότι ιδιωτική σχολή[38] λειτουργούσε ήδη κατά το έτος 1905. Ύστερα όμως από την έναρξη της λειτουργίας των μεταλλείων του F.R. Speidel στα αναπτυσσόμενα νέα χωριά των Καλυβίων (Μέση Κάστρου) και των Λιμεναρίων (Χαμηδιέ), είχε αρχίσει να μετακινείται και να εγκαθίσταται ο πληθυσμός από το Κάστρο στις περιοχές αυτές[39]. Από το έτος 1906 η μετατόπιση αυτή είχε αρχίσει να γίνεται μαζικότερα και με γοργότερο ρυθμό[40]. Παράλληλα όμως είχε αρχίσει να μεταφέρεται και η όλη εκπαιδευτική δραστηριότητα από το Κάστρο στα Καλύβια (Μέση Κάστρου) και στα Λιμενάρια (Χαμηδιέ), γεγονός που επέβαλε την ίδρυση ενιαίας (κοινής) κεντρικής αστικής σχολής για τους μαθητές των χωριών του Κάστρου (ή Νεοκάστρου) και των Λιμεναρίων[41].
Πρέπει να σημειωθεί ότι από το έτος 1905 η λειτουργία της σχολής του Κάστρου αρχίζει να μετακινείται. Δε μένει πια σταθερά στο Κάστρο, αφού δίδεται η δυνατότητα της εναλλακτικής λειτουργίας της, άλλοτε στο Κάστρο και άλλοτε στη Μέση Κάστρου (Καλύβια)[42]. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς έπαυσε να λειτουργεί οριστικά η αστική σχολή του Κάστρου. Πάντως πρέπει να λειτούργησε κατά τα σχολικά έτη 1905-1906, 1906-1907 και 1907-1908. Κατά το τελευταίο μάλιστα σχολικό έτος, και αν ακόμη λειτούργησε, θα πρέπει να διέκοψε, αφού ο σύλλογος των διδασκάλων απεφάσισε κατά την πρώτη συνεδρίασή του να απορρίψει τους μαθητές όλων των τάξεων, επειδή δεν είχαν προσέλθει με ενδεικτικά προόδου και διαγωγής και επειδή ήσαν όλοι αδύνατοι, ακατάρτιστοι και ανίκανοι για προαγωγή[43].
Εξάλλου, ήδη από το έτος 1908 είχαν εμφανισθεί οι πρώτες σοβαρές για την λειτουργία της σχολής του Κάστρου ελλείψεις σε μαθητές[44], ενώ κατά τα επόμενα σχολικά έτη, 1908-1909 και 1909-1910, φαίνεται ότι η αστική σχολή του Κάστρου είχε μεταφερθεί οριστικά στη Μέση (Κάστρου)[45], στα σημερινά δηλαδή Καλύβια των Λιμεναρίων.
Πληροφοριακά αναφέρουμε ότι το σχολείο της Μέσης (Κάστρου) εστεγάσθη αρχικώς στο γυναικωνίτη της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, επειδή όμως δεν επαρκούσε ο χώρος ενοικιάσθη μετέπειτα και το διπλανό μαγαζί του Αντωνίου Χαλκιά[46]. Το δε σχολείο των Λιμεναρίων, όπως αναφέρουν μαθητές της εποχής εκείνης, εστεγάζετο στο κτίσμα που ευρίσκετο πλησίον της Εκκλησίας της Παναγίας της Ευαγγελίστριας ή Παναγούδας[47]. Το γεγονός μάλιστα ότι απαιτείτο μεγαλύτερη δαπάνη χρημάτων[48] για τη συντήρηση ιδιατέρας σχολής σε καθεμιά από τις δύο κοινότητες, οδήγησε τους μουχταροδημογέροντες και τους προκρίτους του Κάστρου και των Λιμεναρίων να απευθυνθούν στις αρχές του 1908 και στο Μητροπολίτη Νικόλαο προκειμένου εκείνος να κινήσει την όλη διαδικασία, διά μέσου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, για την έκδοση του αυτοκρατορικού φιρμανίου, το οποίο θα επέτρεπε την ανέγερση κοινής αστικής σχολής για τις δύο κοινότητες.
Ο Νικόλαος, κατά τον Ιανουάριο του 1908, υπέβαλε το σχετικό αίτημα και η θετική απαντητική απόφαση του αρμοδίου υπουργείου εστάλη στον ίδιο με επιστολή (8 Φεβρουαρίου 1908) του Πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄, μαζί με την οποία διεβιβάζετο και το «… αυτοκρατορικόν φιρμάνιον επιτρέπον την ανέγερσιν σχολής κοινής διά τα χωρία Χαμηδιέ και Γενήχισαρ της νήσου Θάσου»[49]. Στη συνέχεια, στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ των χωριών της Μέσης και των Λιμεναρίων, αγοράσθηκε οικόπεδο από την μεταλλευτική εταιρεία Speidel και προσφέρθηκε το 1908 στην κοινότητα για την ίδρυση της νέας κοινής αστικής σχολής.[50]
Ένα σχεδόν έτος μετά από την έκδοση και αποστολή του αυτοκρατορικού φιρμανίου (Φεβρουάριος του 1908), συνήλθαν σε κοινή συνεδρίαση (3 Απριλίου 1909) οι μουχταροδημογέροντες και πρόκριτοι του Κάστρου και των Λιμεναρίων, και καθόρισαν τους όρους, βάσει των οποίων θα ανεγείρετο και θα λειτουργούσε η ενιαία κεντρική αστική σχολή και για τις δύο κοινότητες[51]. Μετά από την απόφαση αυτή άρχισαν και οι εργασίες ανεγέρσεως της νέας σχολής, αλλά φαίνεται ότι κατά το έτος 1918 η αποπεράτωση του κτιρίου δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί. Τη μαρτυρία αυτή έχουμε από ένα πρακτικό, της 8ης Αυγούστου του έτους 1918, το οποίο συντάχθηκε από τον τότε Μητροπολίτη Μαρωνείας Μελισσηνό Χριστοδούλου (1914-1920) και αναφέρεται στα μέτρα που ελαμβάνοντο «… προς αποπεράτωσιν του ημιτελούς σχολικού κτιρίου Κάστρου και Λιμεναρίων»[52]. Σύμφωνα πάντως με ένα έγγραφο[53], της 20ης Ιουλίου του έτους 1923, των Κοινοτικών Συμβουλίων και της Σχολικής Επιτροπής Κάστρου και Λιμεναρίων προκύπτει ότι το νέο σχολικό κτίριο είχε ολοκληρωθεί κατά το έτος 1922 και είχε στεγάσει και το ήδη νεοϊδρυθέν ημιγυμνάσιο των Λιμεναρίων, το οποίο έπαυσε τη λειτουργία του στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Σήμερα πια στο κτίριο εκείνο λειτουργεί το δημοτικό σχολείο των Λιμεναρίων[54].
Στα μέσα του έτους 1909 μεγάλη υπήρξε η κοινωνική αναστάτωση στην κοινότητα Θεολόγου, που ήταν χωρισμένη σε δύο συνοικίες, του Άνω και Κάτω Θεολόγου, επειδή οι μουχταροδημογέροντες, σχολικοί εφοροεπίτροποι, πρόκριτοι και λοιποί κάτοικοι των συνοικιών αυτών διαφωνούσαν για το ποσοστό της χρηματικής συνεισφοράς τους, κατά μεν
τον Κων/νο Χιόνη[55], στις δαπάνες ανοικοδομήσεως της κοινής νέας αστικής σχολής τους, κατά δε τους Δ. Τσιάτα[56] και Ν. Τσιλογεώργη[57] για τις δαπάνες λειτουργίας και οικοδομικής συντηρήσεως της σχεδόν ετοιμόρροπης παλαιάς αστικής σχολής τους.
Στη διαμάχη αυτή, που είχε προσλάβει μεγάλες διαστάσεις, παρενέβη άμεσα και δυναμικά ο Μητροπολίτης Νικόλαος προκειμένου να αποκαταστήσει την κοινωνική τάξη και να επαναφέρει την ειρήνευση ανάμεσα στους κατοίκους των δύο συνοικιών. Προς το σκοπό αυτό, ο Νικόλαος απέστειλε, στις 29 Ιουλίου του 1909, μακροσκελή επιστολή[58] στους μουχταροδημογέροντες, εφοροεπιτρόπους, προκρίτους και λοιπούς χριστιανούς κατοίκους του Άνω και Κάτω Θεολόγου, στην οποία ανέφερε τα κάτωθι: «Μετά βαθυτάτης θλίψεως επληροφορήθημεν ότι το αφ’ ικανών ήδη ετών εν αμφοτέρας τας συνοικίας υμών λίαν θεαρέστως και κοινωφελώς επικρατούν σύστημα της ενώσεως των υμετέρων Σχολείων ένεκα υπερβολικών απαιτήσεων τινών εξ’ υμών περί διανομής προσόδων παρά το μέχρι τούδε ισχύον καθεστώς, επαπειλείται και κινδυνεύει να καταργηθή, αντικαθιστάμενον διά της οπισθοδρομικής και ολεθρίας διά πάντας υμάς διασπάσεως και διαιρέσεως των Σχολείων σας. Αυτοί λοιπόν είνε, αγαπητά μου τέκνα, οι καρποί του τοσάκις προς υμάς κηρυγμάτων μου περί αγάπης, ομονοίας, ενώσεως, συνεργασίας, αδελφοποιήσεως, αλληλοϋποστηρίξεως; Μάρτυς μου ο Θεός, καιρίαν και θανάσιμον πληγήν καταφέρετε εις εμέ τον πνευματικόν σας πατέρα διά της τοιαύτης προς διχόνοιαν και διαίρεσιν αντιχριστιανικής τάσεως και ενεργείας σας, καθώς δη και εις την ιδίαν υμών πατρίδα μεγίστας και ανεπανορθώτους ζημίας παρασκευάζετε.
Διό προτρεπόμεθα και παραγγέλλομεν και εξορκίζομεν πάντας υμάς πατρικώς, όπως αποσκορακίζοντες εκ του μέσου υμών και καταπατούντες και κατασυντρίβοντες ως ιοβόλον όφιν την διχόνοιαν και χωρισμόν των Σχολείων σας, εγκολπωθήτε ως μόνην σώτειραν και ως πηγήν προόδου και ευημερίας την επί τη βάσει του μέχρι τούδε καθεστώτος ένωσιν και σύσφιγξιν αυτών, διά της οποίας και μόνης θα δύνασθε να έχητε και πλείονας και κρείττονας διδασκάλους. Δέξασθε, προς Θεού, τας συμβουλάς μου ταύτας και μέχρι κεραίας πληρώσατε αυτάς επ’ αγαθώ υμών αυτών και των τέκνων σας. Πας δε παρακούων εις αυτάς και αυτενεργών και διασπών την ένωσιν, ως ομόφρων και συνεργάτης του Σατανά έστω υπόδικος της οργής και κατάρας του Θεού. Η δε του Θεού χάρις και το άπειρον έλεος είη μετά πάντων υμών…»[59].
Κατά το επόμενο έτος, όταν ήδη είχε κατεδαφισθεί το παλαιό κτίριο της αστικής σχολής της κοινότητος του Θεολόγου και στη θέση του είχε αρχίσει να ανυψώνεται το νέο, από πρακτικό της 15ης Αυγούστου του 1910, πληροφορούμεθα ότι οι πρόκριτοι και οι κάτοικοι του «Άνω Θεολόγου» συνήλθαν σε συνεδρίαση υπό την προεδρία του Μητροπολίτου Νικολάου[60] και αφού θεώρησαν όλους τους εξελεγχθέντες λογαριασμούς, προχώρησαν στην ανασύσταση της αστικής σχολής, η οποία αποπερατώθη και λειτούργησε κατά το έτος 1912.
Από τα ανέκδοτα έγγραφα της πατριαρχικής αλληλογραφίας μαθαίνουμε ότι ο Μητροπολίτης Νικόλαος, κατά το έτος 1909, εκλήθη εκ νέου να εφαρμόσει την απόφαση, η οποία όμως αυτή τη φορά προήρχετο από το ίδιο το αρμόδιο υπουργείο της Δικαιοσύνης, για την εισαγωγή της υποχρεωτικής καθημερινής διδασκαλίας της τουρκικής γλώσσας[61] σε όσα ελληνικά εκπαιδευτήρια της Θάσου δεν εδιδάσκετο.
Σε πρώτη φάση, ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄, «συνοδική διαγνώμη», απέστειλε μαζί με τη σχετική επιστολή[62] του (17 Απριλίου 1909) προς το Μητροπολίτη Νικόλαο και το αντίγραφο της μεταφράσεως του υπουργικού τεσκερέ, σύμφωνα με τον οποίο, το αρμόδιο υπουργείο, ύστερα βέβαια από τη σχετική καταγγελία και πάλι της οθωμανικής διοικήσεως της Θάσου, έθετε ευθέως στην Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου το ζήτημα της μη ικανοποιητικής υποχρεωτικής «… διδασκαλίας της τουρκικής γλώσσης εν τη σχολή της Θάσου»[63]. Στην ίδια επιστολή ο Πατριάρχης Ιωακείμ ζητούσε από το Μητροπολίτη Νικόλαο, αφού λάμβανε γνώση του περιεχομένου του αποσταλέντος υπουργικού τεσκερέ, να παράσχει στην Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου «… σχετικάς πληροφορίας, διά τα περαιτέρω…»[64].
Σε διάστημα μόλις δύο μηνών, στις 16 Ιουνίου του 1909, ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄, κατόπιν «συνοδικής διαγνώμης», απέστειλε και δεύτερη επιστολή[65] προς το Μητροπολίτη Νικόλαο, καθώς και το αντίγραφο της μεταφράσεως του νέου υπουργικού τεσκερέ που είχε εκδόσει το αρμόδιο υπουργείο Δικαιοσύνης και Θρησκευμάτων, διά του οποίου κατήγγειλε και πάλι στο Πατριαρχείο «…ότι εν ταις σχολαίς της νήσου Θάσου ου διδάσκεται και η τουρκική γλώσσα…»[66]. Με τη δεύτερη αυτή επιστολή ο Πατριάρχης Ιωακείμ συνιστούσε στο Μητροπολίτη Νικόλαο «…ίνα ει γε η εν Θάσω σχολή εστιν αστική, ου διδάσκεται δ’ αληθώς εν αυτή η τουρκική, φροντίση περί εισαγωγής εν τω προγράμματι της σχολής και του μαθήματος της γλώσσης ταύτης, διδασκομένου όμως υπό προσώπου μη μισθοδοτουμένου υπό του μεαρίφ…»[67].
Όσον αφορά τις σχέσεις των κατοίκων της Θάσου και του Μητροπολίτου Νικολάου με τη νέα οθωμανική διοίκηση, πρέπει να αναφερθεί ότι αυτές, κατά το χρονικό διάστημα 1902-1912, πέρασαν από διάφορες διακυμάνσεις και τις περισσότερες φορές ήταν τεταμένες και συγκρουσιακές. Τούτο συνέβαινε, επειδή από την πρώτη στιγμή που η νέα οθωμανική διοίκηση εγκατεστάθη στη Θάσο, προέβη σε πολλές «μεταρρυθμίσεις» και «τροποποιήσεις» του προνομιακού διοικητικού και φορολογικού καθεστώτος, το οποίο είχε παραχωρήσει η Αιγυπτιακή διοίκηση στους Θάσιους και ίσχυε στη νήσο κατά τις προηγούμενες δεκαετίες. Η δε επιβολή και εφαρμογή στη Θάσο, από του έτους 1902, του διοικητικού και φορολογικού καθεστώτος που ίσχυε και σε όλες τις υπόλοιπες επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας είχε, όπως ήταν αναμενόμενο, ιδιαίτερα δυσμενείς για τους Θασίους συνέπειες σε όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής και δράσεώς τους.
Στο πλαίσιο ακριβώς του μεθοδευμένου αυτού πολιτικού προγραμματισμού της νέας οθωμανικής διοικήσεως για άμεσες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες ευθέως στόχευαν στην σταδιακή κατάργηση του προτέρου πολιτικού προνομιακού καθεστώτος και στη διοικητική και φορολογική εξομοίωση της Θάσου με όλες τις υπόλοιπες επαρχίες  της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η πρώτη ευθεία πρόκληση την οποία εδέχθη ο Μητροπολίτης Νικόλαος, τον Ιούλιο του 1903, αφορούσε την απαίτηση της οθωμανικής διοικήσεως να εφαρμοσθεί άμεσα και στη Θάσο η «περί νουφουζίων τάξις».
Η συγκεκριμένη νομοθεσία περί «νουφουζίων « ή «νουφουσίων» προέβλεπε την εφαρμογή συγκεκριμένων κριτηρίων και κανόνων για τη λεπτομερή απογραφή του πληθυσμού όλων των οθωμανών υπηκόων, ανεξαρτήτως θρησκείας, στους επισήμους κρατικούς καταλόγους ή στα επίσημα κρατικά βιβλία απογραφής. Επί τη βάσει των ειδικών αυτών κριτηρίων και κανόνων κατεγράφοντο μέχρι τότε τα επίσημα στατιστικά δεδομένα που αφορούσαν την πληθυσμιακή σύνθεση των κατοίκων κάθε οθωμανικής επαρχίας της αυτοκρατορίας, στους οποίους, εν συνεχεία, διενέμοντο τα εκδοθέντα από τις τοπικές οθωμανικές αρχές «πιστοποιητικά» (νουφούζια)[68] της απογραφής τους με όλα τα λεπτομερώς καταγεγραμμένα σε αυτά προσωπικά τους στοιχεία.
Για την αντιμετώπιση του σοβαρού αυτού ζητήματος ο Μητροπολίτης Νικόλαος με επιστολή[69] του, στις 31 Ιουλίου του 1903, ζήτησε από το Πατριαρχείο «…οδηγίας περί του πρακτέου ως προς την επιδιωκομένην υπό των αρχών άνευ όρων εφαρμογήν και εν τη νήσω Θάσω της περί νουφουζίων ισχυούσης αλλαχού τάξεως…»[70]. Η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου εξέτασε επισταμένως το ανακύψαν ζήτημα και ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄, «συνοδική διαγνώμη», απέστειλε επιστολή (22 Αυγούστου 1903), με την οποία δήλωνε στο Μητροπολίτη Νικόλαο «… ότι, εάν μεν παραστή εν τω διοικητικώ Συμβουλίω δύναται ίνα δηλώση ότι ως εκπροσωπούσα (η αυτού Ιερότης) το φρόνημα του λαού επί του προκειμένου μειονοψηφεί όσον αφορά εις το περί ου ο λόγος κυβερνητικόν μέτρον, φρονούσα ότι δέον ίνα τηρηθή το καθεστώς, εάν δε δι’ επιστολής ζητηθή η περί τούτου γνώμη αυτής (της Ιερότητος), δύναται ίνα γραπτώς απαντήση ωσαύτως υπό το αυτό πνεύμα…»[71].
Το όλο ζήτημα, όπως αναφέρει ο Γ. Παπαευστρατίου, παρεπέμφθη στο αρμόδιο τμήμα του Ανωτάτου Συμβουλίου της Επικρατείας και «… το μόνον δε το οποίον κατώρθωσε να εισαγάγη και εφαρμόση εν τη νήσω, ήσαν τα νουφούσια (είδους βαπτιστικού καθ’ ημάς) και τα οποία διένειμεν εις τους κατοίκους, αφομοιώσασα και την Θάσον προς όλας τας οθωμανικάς επαρχίας…»[72].
Το επόμενο σοβαρό πολιτικό ζήτημα που εκλήθη να αντιμετωπίσει ο Μητροπολίτης Νικόλαος, κατά το φθινόπωρο του 1908, αφορούσε τη δυσμενή απόφαση του αρμοδίου υπουργείου των Εσωτερικών να μη διατηρήσει την «πολιτική διοίκηση» της Θάσου, αλλά να την υποβιβάσει σε «υποδιοίκηση», με τη δικαιολογία ότι, σύμφωνα και με τα επίσημα καταγεγραμμένα κρατικά στατιστικά στοιχεία της τελευταίας απογραφής[73] (νουφούζια), ο πληθυσμός της νήσου ανήρχετο «… μόλις περί τας 1900 ψυχάς»[74].
Η συγκεκριμένη απόφαση του υπουργείου των Εσωτερικών προκάλεσε την έντονη αντίδραση των Θασίων, οι οποίοι αξίωναν την με κάθε τρόπο διατήρηση της πολιτικής διοικήσεως Θάσου και την ματαίωση της σχετικής υπουργικής αποφάσεως για τον υποβιβασμό αυτής σε υποδιοίκηση. Για την αξίωση αυτή των κατοίκων της νήσου ο Μητροπολίτης Νικόλαος ενημέρωσε με επιστολή[75] του τον πατριάρχη και την Ιερά Σύνοδο, προκειμένου το Πατριαρχείο να προβεί στις δέουσες ενέργειες προς την Υψηλή Πύλη και το αρμόδιο υπουργείο, και να ματαιώσει την εφαρμογή της ληφθείσας υπουργικής αποφάσεως.
Με τη σειρά του ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄, κατόπιν «συνοδικής διαγνώμης», ενημέρωσε με επιστολή[76] του (7 Οκτωβρίου 1908) το Μητροπολίτη Νικόλαο ότι το Πατριαρχείο είχε προβεί στις δέουσες ενέργειες, αλλά ο αρμόδιος υπουργός των Εσωτερικών παρέμενε αμετακίνητος στη δικαιολογημένη απόφαση της Κυβερνήσεως, όπως ο ίδιος ανέφερε, να υποβιβάσει σε «υποδιοίκηση» τη μέχρι τότε «πολιτική διοίκηση» της Θάσου. Στη δε αντίρρηση που πρόβαλε το Πατριαρχείο «… ότι ο πληθυσμός της νήσου εστι πολύ ανώτερος των 1900…»[77], ο υπουργός «… αντέταξεν ότι τοιούτον πληθυσμόν δεικνύουσι τα επίσημα βιβλία, αν δε υπάρχωσι κεκρυμμένα άτομα μη εγγραφέντα κατά την απογραφήν, φυσικόν εστιν ίνα φέρωσι τας συνεπείας της τοιαύτης εκνόμου αυτών ενέργείας, ήτις εζημίωσεν ούτω και όλην την νήσον…»[78].
Στην ίδια επιστολή ο Πατριάρχης Ιωακείμ προέτρεπε το Μητροπολίτη Νικόλαο να κινητοποιήσει τους Θασίους προκειμένου να συμπράξουν από κοινού με τους κατοίκους της Λήμνου, ώστε στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές του 1908 να εκλεγεί ομογενής βουλευτής στη Διοίκηση Λήμνου, ο οποίος θα εκπροσωπούσε στην τουρκική εθνοσυνέλευση τους κατοίκους και των δύο νήσων[79]. Ο Πατριάρχης ανέφερε συγκεκριμένα τα εξής: «… επειδή δεν εν πάση περιπτώσει το γε νυν ουδεμία υπάρχει ελπίς η πιθανότης ίνα επέλθη μεταβολή τις εν ταις σκέψεσι της κυβερνήσεως ως προς το ζήτημα τούτο, εξ’ άλλου δε επιβάλλεται ίνα τουλάχιστον επιτύχη η εκλογή ομογενούς Βουλευτού εν τη διοικήσει Λήμνου, συνιστώμεν και προτρεπόμεθα όπως εν γε τω παρόντι οι εν Θάσω συμμετάσχωσι και συμπράξωσιν από κοινού μετά των εν Λήμνω ως προς τας εκλογάς προς επιτυχίαν, επιφυλασσόμενοι ίνα αργότερα υποστηρίξωσιν αποτελεσματικώτερον τα αιτήματα αυτών…»[80].
Η παραπάνω συμβουλευτική προτροπή του Πατριάρχου Ιωακείμ εισακούσθηκε και οι κάτοικοι της Θάσου και της Λήμνου εξέλεξαν, κατά τις βουλευτικές εκλογές του 1908, κοινό βουλευτή και για τις δύο νήσους[81]. Μετεκλογικά όμως οι εκλέκτορες της Θάσου απέστειλαν, στις 31 Οκτωβρίου του 1908, έγγραφη έκθεση στο Πατριαρχείο «…εν σχέσει προς το ζήτημα της εκλογής ιδίου βουλευτού και την προνομιούχον θέσιν της νήσου…»[82]. Ο δε Πατριάρχης Ιωακείμ σε απάντηση της εκθέσεως των εκλεκτόρων της Θάσου απέστειλε επιστολή (8 Ιανουαρίου 1909), με την οποία προέτρεπε το Μητροπολίτη Νικόλαο να διαβιβάσει την απάντηση και προτροπή του Πατριαρχείου «…όπως οι εν τη ειρημένη νήσω αποταθώσιν εις την Βουλήν και ζητήσωσιν όπως εν τω μέλλοντι επιτραπή αυτοίς ίνα εκλέγωσιν ίδιον βουλευτήν…»[83].
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι στις 23 Οκτωβρίου του 1905 ο Μητροπολίτης Νικόλαος είχε υποβάλλει έγγραφη αδελφική σύσταση και παράκληση στον Πατριάρχη Ιωακείμ «…περί απονομής βαθμού πολιτικού[84] τω εκ των εγκρίτων πολιτών του λιμένος Θάσου Δημ. Κλωνάρη, δικηγόρω …»[85]. Στη δε απαντητική του επιστολή (7 Νοεμβρίου 1905) ο Πατριάρχης Ιωακείμ δήλωσε στο Μητροπολίτη Νικόλαο «… ότι ενεργηθήσεται το προσήκον εν καιρώ τω δέοντι παρά τη αυτοκρατ. Κυβερνήσει προς επίτευξιν της τιμητικής ταύτης διακρίσεως του συνιστωμένου…»[86].
Το σοβαρότερο και μεγαλύτερο ζήτημα που αντιμετώπισε ο Μητροπολίτης Νικόλαος από την οθωμανική διοίκηση της Θάσου σχετικά με την σταδιακή κατάργηση των οικονομικών και φορολογικών προνομίων που είχε παραχωρήσει η Αιγυπτιακή διοίκηση στους Θασίους, ήταν η κατά το έτος 1909 προκλητική και προμελετημένη απόφασή της να επιβάλει διπλή και δυσβάστακτη φορολογία στους κατοίκους της νήσου. Η απόφαση αυτή της οθωμανικής διοικήσεως δεν ήταν τυχαία, αλλά εντασσόταν στο πλαίσιο της μεθοδευμένης πολιτικής της, η οποία περιελάμβανε μία σειρά από δυσμενή οικονομικά και φορολογικά μέτρα για τους Θασίους, προκειμένου να ελέγχει την οικονομική ζωή της νήσου και να εισπράττει διά της διπλής φορολογίας μεγαλύτερα χρηματικά ποσά.
Η δυσμενής οικονομική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί σε βάρος των Θασίων, οδήγησε το Μητροπολίτη Νικόλαο να ενημερώσει, σε πρώτη φάση, το Πατριαρχείο για τις αποφάσεις της οθωμανικής διοικήσεως να επιβάλει διπλή φορολογία στους κατοίκους της νήσου και να διορίσει διοικητή για τη διαχείριση των βακουφικών κτημάτων και την είσπραξη όλων των ετήσιων κρατικών φόρων[87]. Στην απαντητική του επιστολή ο Πατριάρχης Ιωακείμ προέτρεψε το Μητροπολίτη Νικόλαο να συνεργαστεί με τους κατοίκους της Θάσου προκειμένου να δράσουν δυναμικά και να απευθυνθούν από κοινού στις τοπικές οθωμανικές αρχές για να αποφευχθεί η επιβολή της διπλής και δυσβάστακτης αυτής φορολογίας[88].
Για να γίνουν όμως περισσότερο αντιληπτές οι παράμετροι του περίπλοκου αυτού ζητήματος που είχε ανακύψει επί των ημερών του Μητροπολίτου Νικολάου, θα πρέπει να αναφερθούμε συνοπτικά στο προνομιακό φορολογικό σύστημα της Θάσου που ίσχυε κατά την περίοδο της Αιγυπτιακής κυριαρχίας (1813-1902), καθώς και στη διάκριση των Βακουφίων της νήσου σε «αληθή» (Σαχίχ) ή «γνήσια» και σε «μη αληθή» (Γάϊρι Σαχίχ) ή «καταχρηστικά»[89].
Όταν στις 30 Μαρτίου του 1813 ο Σουλτάνος παρεχώρησε τη Θάσο στον Πασά της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή, με το ίδιο παραχωρητήριο αυτοκρατορικό φιρμάνιο όρισε ότι οι κάτοικοι της νήσου δεν όφειλαν στο εξής να καταβάλουν στην Υψηλή Πύλη κανενός είδους φόρου, πλην του στρατιωτικού[90]. Στην πράξη δηλαδή ο Σουλτάνος παραχωρούσε στη νέα Αιγυπτιακή διοίκηση, εκτός από την απόλυτη κυριαρχία επί της Θάσου, και το δικαίωμα της εισπράξεως όλων των υπολοίπων ετήσιων κρατικών φόρων. Έκτοτε και μέχρι το έτος 1902, οπότε η Θάσος πέρασε και πάλι υπό την οθωμανική κυριαρχία, οι κάτοικοι της νήσου κατέβαλλαν κατ’ έτος στην Υψηλή Πύλη μόνον το στρατιωτικό φόρο, ενώ όλους τους υπολοίπους στην τοπική αιγυπτιακή χεδιβική αρχή.
Το προνομιακό φορολογικό σύστημα της Θάσου άλλαξε άρδην, όταν, μετά το έτος 1903, η οθωμανική κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι η αιγυπτιακή διεύθυνση των βακουφίων εξακολουθούσε να εισπράττει από τους Θασίους, όπως και πριν, τους ετήσιους φόρους[91], «…αναιρούσα εαυτήν νέους επέβαλεν προς το συμφέρον της φόρους επί αντικειμένων άπερ δεν υπήγοντο εις  φορολογίαν κατά τον χρόνον της παραχωρήσεως. Η προσπάθεια αύτη της Τουρκικής κυβερνήσεως του να επιβάλη νέους φόρους εγένετο αφορμή να γεννηθή ζήτημα μεταξή αυτής και της νήσου περί του αν η Τουρκική κυβέρνησις κατόπιν της παραχωρήσεως των φόρων εδικαιούτο να επιβάλη νέους τοιούτους αφ’ ου άπαξ διά του παραχωρητηρίου φιρμανίου ρητώς ώριζε ότι εκτός του Στρατιωτικού πάντα άλλον φόρον παραχωρεί»[92].
Το όλο ζήτημα περιεπλέκετο ακόμη περισσότερο επειδή η οθωμανική κυβέρνηση, προκειμένου να δικαιολογήσει την επιβολή της διπλής φορολογίας στους Θασίους, κατέτασσε το Βακούφιο της Θάσου στην κατηγορία των «μη αληθών» ή «καταχρηστικών» βακουφίων[93]. Στο σημείο τούτο πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τον ιερό μουσουλμανικό νόμο, τα βακούφια της οθωμανικής αυτοκρατορίας διαιρούντο σε δύο κατηγορίες, στα «αληθή» (Σαχίχ) ή «γνήσια» και στα «μη αληθή» (Γάϊρι Σαχίχ) ή «καταχρηστικά»[94]. Για το δε ορισμό των «αληθών» και «μη αληθών» βακουφίων, ο Γ. Παπαευστρατίου αναφέρει: «Και αληθή μεν Βακούφια είνε τα αγαθοεργά εκείνα ιδρύματα, άτινα συντηρούνται διά προσόδων περιουσίας ιδιωτικής, αφιερωθείσης παρ’ ιδιωτών προς τον σκοπόν τούτον. Μη αληθή δε Βακούφια είνε τα αγαθοεργά εκείνα ιδρύματα τα οποία ίδρυσαν οι κατά καιρούς Σουλτάνοι προικήσαντες αυτά με γαίας δημοσίας ή παραχωρήσαντες δημοσίας προσόδους προς συντήρησίν των. Το δεύτερον τούτο είδος των Βακουφίων εις την τάξιν των οποίων υπάγεται και το εν τη νήσω μας Βακούφιον, διευθύνεται υπό του Υπουργείου των Εβκαφίων και υπάγονται εις τους κοινούς νόμους του Κράτους και ουχί εις τους Ιερους, θεωρούνται ως δε προσωρινώς υφιστάμενα και κατά συνέπειαν δύνανται εν πάση περιπτώσει να καταργηθώσει…»[95] και «…να διαλυθώσι υπό του Σουλτάνου, ως εγένετο και διά τα προ της παραχωρήσεως Βακούφια, τα οποία απεξενώθησαν των φόρων ους εισέπραττον εκ Θάσου»[96].
Επανερχόμενοι στο θέμα μας, πρέπει να αναφέρουμε ότι ο Μητροπολίτης Νικόλαος, αφού έλαβε την προαναφερθείσα απαντητική επιστολή[97] του Πατριάρχου Ιωακείμ, αρχικώς εκινήθη σύμφωνα με τις οδηγίες του Πατριαρχείου, χωρίς όμως να επιτύχη κάποιο θετικό αποτέλεσμα, επειδή η οθωμανική διοίκηση της Θάσου, παρά τις συνεχείς και έντονες διαμαρτυρίες του, εξακολουθούσε να εμμένει στην αρχική της απόφαση να επιβάλει την διπλή φορολογία στους κατοίκους της νήσου.
Ύστερα από τη δυσμενή αυτή εξέλιξη των πραγμάτων, ο Μητροπολίτης Νικόλαος αναγκάστηκε, ως έσχατη λύση, να αποστείλει από το Πατριαρχείο, όπου ευρίσκετο προφανώς για την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού, στις 15 Δεκεμβρίου του 1909, κατεπείγουσα επιστολή[98], την οποία πρωτοδημοσιεύουμε στην παρούσα μελέτη, προς τον τότε Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Αλέξανδρο Ρηγόπουλο (1903-1910), και με αυτήν να του ζητήσει να απευθυνθεί στο Βαλή (Νομάρχη) του Βιλαετίου Θεσσαλονίκης, στο οποίο υπήγετο διοικητικά η Θάσος, για να τον παρακαλέσει, ώστε η γνωμοδοτική εισήγηση του Νομαρχιακού Συμβουλίου επί του συγκεκριμένου ζητήματος να είναι ευνοϊκή για τους κατοίκους της Θάσου. Η δε πρωτοβουλία αυτή του Μητροπολίτου Νικολάου δεν ήταν καθόλου τυχαία, αλλά εξηγείται εκ του γεγονότος ότι κατά την πρώτη συζήτηση του όλου ζητήματος στο αρμόδιο οικονομικό τμήμα του Ανωτάτου Συμβουλίου της Επικρατείας (Σουράϊ Δοβλέτ) είχε αποφασισθεί η παραπομπή της υποθέσεως στο Νομαρχιακό Συμβούλιο της Θεσσαλονίκης, το οποίο, αφού εξέταζε διεξοδικά το ζήτημα, θα υπέβαλε εν συνεχεία τη γνωμοδοτική του εισήγηση και πάλι στο Συμβούλιο της Επικρατείας για να την λάβη υπ’ όψιν του στην έκδοση της οριστικής του αποφάσεως.
Στην επιστολή εκείνη ο Νικόλαος ανέφερε στο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Αλέξανδρο, μεταξύ άλλων, και τα κάτωθι: «Σεβασμιώτατε και Παναγιώτατε εν Χω αδελφέ,
Γνωστόν πάντως εγένετο τη υμετέρα περισπουδάστω μοι Παναγιότητι, ότι από τινος καιρού η σεβ. Κυβέρνησις ήρξατο να επιβάλη εις την Θάσον νέους φόρους, ενώ αύτη κατά τα δι’ επισήμων κυβερνητικών εγγράφων κεχορηγημένα αυτή προνόμια εξακολουθεί να πληρώνη πάντα τα είδη των φόρων κατ’ αποκοπήν εις τον Χεδίβην προς όφελος του εν Καβάλα Πτωχοκομείου, πλην του στρατιωτικού, ον εκτός κατ’ αποκοπήν επλήρωνε και πληρώνει εις την Κυβέρνησιν.
Προς απαλλαγήν λοιπόν της νήσου από της διπλής ταύτης φορολογίας ενεργούνται από τεσσάρων ήδη μηνών τα δέοντα υπό τε του σεβ. Πατριαρχείου και υπ’ εμού και του Αντιπροσώπου της Θάσου παρά τη κυβερνήσει. Το ζήτημα δε, συζητηθέν εν τω οικονομικώ τμήματι του Σουράϊ-Δοβλέτ, παρεπέμφθη εσχάτως εις την Νομαρχίαν, ίνα το Νομαρχιακόν Συμβούλιον συσκεφθή περί τούτου και εξενέγκη την επί τούτου γνώμην του, ην βεβαίως θα λάβη υπ’ όψιν το Σουράϊ-Δοβλέτ κατά την έκδοσιν της οριστικής αυτού αποφάσεως.
Διό θερμώς παρακαλώ την υμετέραν περισπούδαστόν μοι Παναγιότητα, ίνα, λαμβάνουσα υπ’ όψιν, ότι η ρηθείσα νήσος εξακολουθεί κατά τα και υπ’ αυτής της σεβ. Κυβερνήσεως ανεγνωρισμένα προνόμιά της να πληρώνη πάντα τα είδη των φόρων, πλην του στρατιωτικού, εις τον Χεδίβην, και ότι είναι όλως άδικον και παράνομον εις και ο αυτός λαός να πληρώνη διπλούς φόρους εις τας δύο Αρχάς, και δη ο της Θάσου, όστις ως πάμπτωχος δεν αντέχει ποσώς εις τοιαύτην φορολογίαν, ευαρεστηθή να υποστηρίξη σθεναρώς παρά τω Νομάρχη και τω Νομαρχιακώ Συμβουλίω τα δίκαια ταύτα των Θασίων, και συντελέση, όπως εκδοθή αυτόθι ευνοϊκή τοις Θασίοις γνωμοδότησις. Εφ’ ω θα Σας ευγνωμονώμεν εγκαρδίως εγώ τε και σύμπας ο της Θάσου λαός»[99].
Από τη μέχρι τούδε έρευνα δεν γνωρίζουμε το ακριβές επί του συγκεκριμένου ζητήματος σκεπτικό της γνωμοδοτικής εισηγήσεως του Νομαρχιακού Συμβουλίου Θεσσαλονίκης, αλλά έχουμε τη μαρτυρία ότι σχετικά με το ζήτημα της επιβολής από την οθωμανική κυβέρνηση διπλής φορολογίας στους Θασίους ασχολήθηκε και πάλι το αρμόδιο τμήμα του Ανωτάτου Συμβουλίου της Επικρατείας (Susari Dovlet), το οποίο και απεφάνθη ότι «…το εν λόγω Βακούφιον Θάσου ως υπαγόμενον εις την κατηγορίαν των μη αληθών Βακουφίων και δη ιδρυθέν παρά τας διατάξεις του ιερού νόμου είναι επιδεικτικόν ακυρώσεως και καταργήσεως…»[100].
Σύμφωνα λοιπόν με το παραπάνω σκεπτικό, το Συμβούλιο της Επικρατείας, κατά τον Σεπτέμβριο του 1910, απεφάσισε τελικώς «… ότι είναι ανάγκη, όπως οι ρηθέντες φόροι και δασμοί γενικευθώσι και επί των κατοίκων της ρηθείσης νήσου εξ ίσου και εξ αναλόγου προς το σύστημα το εφαρμοζόμενον και επί των λοιπών υπηκόων του οθωμανικού κράτους»[101]. Επειδή όμως δεν επιθυμούσε να προκαλέσει περαιτέρω κοινωνικές αναταραχές στη νήσο, έθετε ως προϋπόθεση εφαρμογής της παραπάνω αποφάσεώς του: «να καθορισθή πρώτον εντός των άνω εκτεθέντων ορίων, ήτοι δικαστικώς, το ποιόν της εκχωρήσεως και το είδος της αφιερώσεως, και τούτων καθορισθέντων τότε μόνον και αναλόγως να καθορισθή το ζήτημα της εις το βακούφιον αφεθείσης περιουσίας, ως και το ζήτημα της γενικεύσεως και εφαρμογής των ήδη υφισταμένων φόρων και δασμών…»[102].
Ο Μητροπολίτης Νικόλαος ενημέρωσε το Πατριαρχείο σχετικά με τη δυσμενή αυτή απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ με επιστολή του, στις αρχές του 1911, προέτρεψε και πάλι το Νικόλαο να συνεργαστεί με τους κατοίκους της Θάσου και να διαμαρτυρηθούν από κοινού και δυναμικά στις αρμόδιες οθωμανικές αρχές προκειμένου να αποφευχθεί, έστω και την εσχάτη ώρα, η επιβολή της διπλής φορολογίας στη νήσο[103].
Παρόλα όμως τα διαβήματα του Μητροπολίτου Νικολάου και των αντιπροσώπων της Θάσου, η οθωμανική διοίκηση της νήσου ήταν αποφασισμένη να εφαρμόσει την απόφαση της κυβερνήσεως και να επιβάλει τη διπλή φορολογία στους Θασίους. Ο δε Καϊμακάμης της Θάσου, επειδή οι κάτοικοι της νήσου αρνούνταν να καταβάλουν τους φόρους, απέστειλε, στις 20 Μαρτίου του 1911, έγγραφη «Δήλωση προς τους Θασίους», με την οποία απερίφραστα τους προειδοποιούσε «… όπως σπεύσωσιν εγκαίρως εις την απότισιν των κανονισθέντων φόρων, ίνα μη κατόπιν μεταμεληθώσι διά τα μέτρα τα οποία εξ ανάγκης θα λάβη η διοίκησις προς είσπραξιν αυτών»[104]. Δεν γνωρίζουμε βέβαια το αποτέλεσμα των ενεργειών του Μητροπολίτου Νικολάου και των αντιπροσώπων της Θάσου, ούτε και αν εισπράχθηκαν οι φόροι που επεβλήθησαν, επειδή το επόμενο έτος, στις 18 Οκτωβρίου του 1912, η Θάσος απελευθερώθη.
Την περίοδο που συνέβαιναν όλα τα παραπάνω, ο Μητροπολίτης Νικόλαος ευρέθη αντιμέτωπος και με δύο άλλα δυσάρεστα ζητήματα. Το πρώτο, αφορούσε έναν υπουργικό τεσκερέ με τον οποίο το αρμόδιο υπουργείο ανέφερε στο Πατριαρχείο ότι ο Νικόλαος «… εξεδίκασεν αναρμοδίως διαφοράν περί γαιών, αναφυείσαν μεταξύ κατοίκων τινών του χωρίου Γενή-Χισάρ της επαρχίας…»[105]. Από το περιεχόμενο του υπουργικού τεσκερέ φαίνεται ότι οι κάτοικοι του Γενή-Χισάρ (Νεόκαστρο) είχαν καταγγείλλει το γεγονός στην οθωμανική διοίκηση της Θάσου και εκείνη, εν συνεχεία, είχε ενημερώσει υπηρεσιακώς το αρμόδιο υπουργείο, το οποίο, όπως πληροφορούμεθα από σχετική επιστολή (29 Απριλίου 1911) του Πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄ προς το Μητροπολίτη Νικόλαο, αξίωνε από το Πατριαρχείο «… ίνα συστηθή τη αυτής Ιερότητι η μη ανάμιξις αυτής εις παρομοίας διαφοράς, διαφευγούσας την δικαιοδοσίαν αυτής…»[106]. Ο δε Πατριάρχης Ιωακείμ, «συνοδική διαγνώμη», ζητούσε από το Νικόλαο για τη συγκεκριμένη υπόθεση «… ίνα παράσχη… σχετικάς πληροφορίας…»[107].
Το δεύτερο και ακόμη σοβαρότερο γεγονός που συνέβη, κατά το έτος 1911, και απασχόλησε έντονα το Νικόλαο, αφορούσε, σύμφωνα και με τη σχετική προς εκείνον επιστολή του Πατριάρχου Ιωακείμ, τον εξισλαμισμό «… νεανίδος τινος εκ του χωρίου Ποταμιάς…»[108]. Στην ίδια επιστολή, για την αντιμετώπιση της σοβαρής αυτής υποθέσεως, ο Πατριάρχης ζητούσε από το Μητροπολίτη Νικόλαο να προβεί άμεσα στις δέουσες ενέργειες και να απευθυνθεί στις αρμόδιες τοπικές οθωμανικές αρχές.
Από όλες τις παραπάνω ανέκδοτες επιστολές της πατριαρχικής αλληλογραφίας, καθώς και εκείνης της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, σκιαγραφείται σε γενικές γραμμές η εκκλησιαστική και εθνική προσφορά και δράση του Μητροπολίτου Μαρωνείας Νικολάου Σακκόπουλου (1902-1914) στη Θάσο, κατά την κρίσιμη και μεταβατική για τη νήσο χρονική περίοδο των ετών 1902-1912. Οι ιστορικές μαρτυρίες που έχουμε για τη δράση του Μητροπολίτου Νικολάου στη Θάσο φθάνουν χρονικά μέχρι και το έτος 1912, επειδή κατά τη διετία 1912-1914 ανεχώρησε από την επαρχία του και εγκατεστάθη στην Κωνσταντινούπολη ως συνοδικός[109]. Στις 13 Φεβρουαρίου του 1914 ο Νικόλαος μετετέθη στην πρωτόθρονη «γεροντική» Μητρόπολη Καισαρείας[110] (1914-1927).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΑΝΕΚΔΟΤΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ*
Α. ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΩΔΙΚΕΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ
(1)
«Της Αγιωτάτης Μητροπόλεως Μαρωνείας απροστατεύτου διαμεινάσης, άτε δη του εν αυτή αρχιερατεύοντος κυρίου Κωνσταντίου, τεθέντος, Συνοδική αποφάσει, εις προσωρινήν διαθεσιμότητα διά τους εν τοις πρακτικοίς της Ιεράς Συνόδου αναγραφομένους λόγους, ημείς οι την Ιεράν Σύνοδον αποτελούντες αρχιερείς μετά την γενομένην συνοδικώς πρότασιν και προβολήν τριών υποψηφίων των μάλλον καταλλήλων εις διαδοχήν της επαρχίας ταύτης, ήτοι του πανιερωτάτου Μητροπολίτου Αγκύρας κυρίου Νικολάου, του Θεοφιλέστατου Επισκόπου Παμφίλου κυρίου Μελισσηνού και του οσιοτάτου αρχιμανδρίτου κυρίου Αθανασίου, κατελθόντες εν τω πανσέπτω Πατριαρχικώ Ναώ του αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, προτροπή και αδεία του Παναγιωτάτου και Σεβασμιωτάτου ημών αυθέντου και Δεσπότου του Οικουμενικού Πατριάρχου κυρίου κυρίου Ιωακείμ και ψήφους κανονικάς προβαλόμενοι, τη επικλήσει του Παναγίου Πνεύματος, εις ανάδειξιν του αξίου εκ των τεθέντων τριών υποψηφίων προσώπου προς ανάληψιν της αρχιερατικής προστασίας και ποιμαντικής ράβδου της αγιωτάτης ταύτης Μητροπόλεως, προεκρίναμεν τον πανιερώτ. Μητροπολίτην Αγκύρας κ. Νικόλαον.
Εφ’ ω εις διηνεκή ένδειξιν και μόνιμον παράστασιν κατεστρώθη τα ονόματα αυτών εν τώδε το Ιερώ Κώδικι της αγίας του Χριστού Μ. Εκκλησίας.
Εν έτει σωτηρίω χιλιοστώ ενεακοσιοστώ δευτέρω απβ΄ κατά μήνα Οκτώβριον (ΙΘ΄) επινεμήσεως…». Έπονται οι υπογραφές των συνοδικών αρχιερέων.
(Α.Ο.Π – Κ.Υ.Α.Ε., Α΄-β΄/1, έτος 1902, σ. 99).
(2)
Τω Μαρωνείας Νικολάω
«Διαβιβάζοντες επί επιστροφή τας ώδε εγκλείστους αναφοράς του Δικαίου και των Πατέρων της εν Αγίω Όρει του Άθωνος ιεράς λαυριωτικής Ρουμουνικής Σκήτης του Τιμίου Προδρόμου προσκλαιομένων τη Εκκλησία επί αδίκω επεμβάσει των χριαστιανών κατοίκων του εν Θάσω χωρίου Ποταμιάς εις τα του παρεκκλησίου του εκείσε Μετοχίου αυτών, συνοδική εγκρίσει, συνιστώμεν τη αυτής Ιερότητι ίνα εξετάσασα επί τόπου επακριβώς τα κατά το ζήτημα τούτο υποβάλη ημίν την δέουσαν έκθεσιν προς ανάλογον σκέψιν και ενέργειαν. απγ΄ Αυγούστου ια΄».
(Α.Ο.Π – Κ.ΠΑ., Α΄/75, αρ. πρωτ. 2292, έτος 1903, σ. 381.
(3)
Τω Μαρωνείας Νικολάω
«Λαβόντες άρτι και αναγνόντες συνοδικώς το από λά του παρελθόντος μηνός χρονολογούμενον γράμμα της αυτής Ιερότητος, δι’ ου αιτείται οδηγίας περί του πρακτέου ως προς την επιδιωκομένην υπό των αρχών άνευ όρων εφαρμογήν και εν τη νήσω Θάσω της περί νουφουζίων ισχυούσης αλλαχού τάξεως, εις απάντησιν δηλούμεν αυτή, συνοδική διαγνώμη, ότι, εάν μεν παραστή εν των διοικητικώ Συμβουλίω δύναται ίνα δηλώση ότι ως εκπροσωπούσα το φρόνημα του λαού επί του προκειμένου μειονοψηφεί όσον αφορά εις το περί ου ο λόγος κυβερνητικόν μέτρον, φρονούσα ότι δέον ίνα τηρηθή το καθεστώς. Εάν δε δι’ επιστολής ζητηθή η περί τούτου γνώμη αυτής, δύναται ίνα γραπτώς απαντήση ωσαύτως υπό το αυτό πνεύμα. Η δε… απγ΄ Αυγούστου κβ΄».
(Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α, Α΄/75, αρ. πρωτ. 5587, έτος 1903, σ. 396.
(4)
Τω Μαρωνείας Νικολάω
«Λαβόντες εν καιρώ το από ιγ΄ Νοεμβρίου του παρελθόντος έτους αδελφικόν αυτής γράμμα και μετά προσοχής διεξελθόντες αυτό τε και τα επισυναπτόμενα έγγραφα, αναφερόμενα άπαντα εις την περί ιδιοκτησίας του εκκλησιδίου του αγίου Δημητρίου διαφοράν των πατέρων της εν Αγίω Όρει λαυριωτικής σκήτης του Τιμίου Προδρόμου μετά της κοινότητος Ποταμιάς της νήσου Θάσου, έγνωμεν συνοδικώς συστήσασθαι επί τούτω επιτροπήν εκ προσώπων αρμοδίων προς μελέτην των κατά την υπόθεσιν ταύτην, ης και λαβόντες υπ’ όψιν εν συνεδριάσει της Ι. Συνόδου την έναγχος υποβληθείσαν ημίν γνωμοδοτικήν έκθεσιν και διασκεψάμενοι, προαγόμεθα δηλώσαι απαντητικώς τη αυτής Ιερότητι την εξενεχθείσαν απόφανσιν, καθ’ ης διακρινομένου του υλικού μέρους της υποθέσεως από του πνευματικού, όσον μεν αφορά εις τας παρ’ ιδιωτών αγορασθείσας γαίας και δυνάμει επισήμων τίτλων κατεχομένας υπό των πατέρων της ειρημένης σκήτης, ως και εις τας εν αυταίς υπό τούτων εγερθείσας κατά καιρούς οιαςδήποτε οικοδομάς, ουδεμία εγχωρεί αντίρρησις παρά της κοινότητος Ποταμιάς, όσον δ’ αφορά εις το ζήτημα της κυριότητος του παρεκκλησίου και της συν αυτώ διαμφισβητουμένης περιοχής, τούτο και δέον ίνα εξετασθή δικαστικώς ενώπιον του πνευματικού Δικαστηρίου της Μητροπόλεως αυτής επί τη βάσει αγωγής των σκητιωτών πατέρων, εκατέρου των διαδίκων μερών, δυναμένου ίνα εφεσιβάλη ενώπιον της Ιεράς Συνόδου την εκδοθησομένην πρωτόδικον απόφασιν, εν περιπτώσει μη ικανοποιήσεως αυτού. Ταύτα ουν γνωρίζοντες και ασχέτως προς το πνευματικόν όπερ εστίν η εξέτασις του δικαιώματος της Σκήτης του έχειν μετόχια και του τρόπου της τούτων διευθύνσεως και περί ου επιφυλάσσεται αποφήνασθαι κατόπιν η Εκκλησία και ούτω τη αυτής Ιερότητι, δι’ αυτής δε και τοις ενδιαφερομένοις χριστιανοίς της ειρημένης κοινότητος Ποταμιάς, απεκδεχόμεθα ιδείν εν καιρώ το αποτέλεσμα, διά τα περαιτέρω.
Η δε… απδ΄ Φεβρουαρίου ΙΘ΄.».
(Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/77, αρ. πρωτ. 1116, έτος 1904, σσ. 64-65).
(5)
Τω Μαρωνείας Νικολάω
«Έχοντες υπ’ όψει την από κγ΄ παρελθόντος μηνός αδελφικήν αυτής σύστασιν και παράκλησιν περί απονομής βαθμού πολιτικού τω εκ των εγκρίτων πολιτών του λιμένος Θάσου Δημ. Κλωνάρη δικηγόρω, δηλούμεν απαντητικώς τη αυτής Ιερότητι ότι ενεργεθήσεται το προσήκον εν καιρώ τω δέοντι παρά τη αυτοκρατ. Κυβερνήσει προς επίτευξιν της τιμητικής ταύτης διακρίσεως του συνιστωμένου. απε΄ Νοεμβρίου ζ΄».
(Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/78, αρ. πρωτ. 6939, έτος 1905, σ. 296).
(6)
Τω Μαρωνείας Νικολάω
«Εκδοθέν άρτι συνεπεία επιτοπίως γενομένης αιτήσεως και παραληφθέν διαβιβάζομεν εγκλείστως ώδε τη αυτής Ιερότητι υψηλόν αυτοκρατορικόν φιρμάνιον επιτρέπον την ανέγερσιν σχολής κοινής διά τα χωρία Χαμηδιέ και Γενηχισάρ της νήσου Θάσου. Αξιούμεν δε την αυτής Ιερότητα ίνα φροντίση και περί της αποστολής των εκ 400 γροσίων δικαιωμάτων του Εθνικού Ταμείου. απη΄ Φεβρουαρίου η΄».
(Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α, Α΄/82, αρ. πρωτ. 1007, έτος 1908, σ. 68).


(7)
Τω Μαρωνείας Νικολάω
«Απαντητικώς εις το από γ΄ του αρχομένου γράμμα της αυτής Ιερότητος περί της αξιώσεως της νήσου Θάσου, σπεύδομεν πληροφορήσαι αυτήν ότι ο υπουργός των εσωτερικών, παρ’ ω εγένοντο ήδη αι προσήκουσαι ενέργειαι, εδήλωσεν εις απάντησιν ότι της τελευταίας απογραφής καταδειξάσης ως πληθυσμόν της νήσου μόλις περί τας 1900 ψυχάς, η Κυβέρνησις ουκ εθεώρησε δίκαιον ίνα διατηρηθή εν τη νήσω διοίκησις και ηναγκάσθη ίνα υποβιβάση αυτήν εις υποδιοίκησιν, εις την αντίρρησιν δε ότι ο πληθυσμός της νήσου εστί πολύ ανώτερος των 1900 αντέταξεν ότι τοιούτον πληθυσμόν δεικνύουσι τα επίσημα βιβλία, αν δε υπάρχωσι κεκρυμμένα άτομα μη εγγραφέντα κατά την απογραφήν, φυσικόν εστίν ίνα φέρωσι τας συνεπείας της τοιαύτης εκνόμου αυτών ενεργείας, ήτις εζημίωσεν ούτω και όλην την νήσον. Και ταύτα μεν ούτω εδηλώθησαν εις απάντησιν. Επειδή δε εν πάση περιπτώσει το γε νυν ουδεμία υπάρχει ελπίς ή πιθανότης ίνα επέλθη μεταβολή τις εν ταις σκέψεσι της Κυβερνήσεως ως προς το ζήτημα τούτο εξ άλλου δε επιβάλλεται ίνα τουλάχιστον επιτύχη η εκλογή ομογενούς βουλευτού εν τη διοικήσει Λήμνου, συνιστώμεν και προτρεπόμεθα όπως εν γε τω παρόντι οι εν Θάσω συμμετάσχωσι και συμπράξωσιν από κοινού μετά των εν Λήμνω ως προς τας εκλογάς προς επιτυχίαν, επιφυλασσόμενοι ίνα αργότερα υποστηρίξωσιν αποτελεσματικώτερον τα αιτήματα αυτών. Η δε… απη΄ Οκτωβρίου ζ΄».
(Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/82, αρ. πρωτ. 7602, έτος 1908, σ. 433).
(8)
Τω Μαρωνείας Νικολάω
«Αναγνωσθείσης έναγχος συνοδικώς της εκθέσεως, ην οι εκλέκτορες της νήσου Θάσου υπέβαλον ημίν από 31 Οκτωβρίου π. έτους εν σχέσει προς το ζήτημα της εκλογής ιδίου βουλευτού και την προνομιούχον θέσιν της νήσου, προαγόμεθα διά της παρούσης, συνοδική διαγνώμη, συστήσαι διά της αυτής Ιερότητος απαντητικώς όπως οι εν τη ειρημένη νήσω αποταθώσιν εις την Βουλήν και ζητήσωσιν όπως εν τω μέλλοντι επιτραπή αυτοίς ίνα εκλέγωσιν ίδιον βουλευτήν. Η δε… απθ΄ Ιανουαρίου η΄».
(Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/83, αρ. πρωτ. 189, έτος 1909, σ.2)


(9)
Τω Μαρωνείας Νικολάω
«Συνοδική διαγνώμη, διαβιβάζοντες τη αυτής Ιερότητι αντίγραφον μεταφράσεως άρτι ληφθέντος υπουργικού Τεσκερέ περί της διδασκαλίας της Τουρκικής γλώσσης εν τη σχολή της Θάσου, αξιούμεν την αυτής Ιερότητα ίνα, λαμβάνουσα γνώσιν του περιεχομένου, παράσχη ημίν σχετικάς πληροφορίας, διά τα περαιτέρω. Η δε… απθ΄ Απριλίου ιζ΄».
(Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α.,Α΄/83,αρ. πρωτ. 2384, έτος 1909, σ. 115).
 (10)
Τω Μαρωνείας Νικολάω
«Το Υπουργείον της Δικαιοσύνης και των Θρησκευμάτων διά νεωτέρου αυτού υπουργικού τεσκερέ καταγγέλλει και αύθις ημίν ότι εν ταις σχολαίς τη νήσου Θάσου ου διδάσκεται και η Τουρκική γλώσσα. Μετάφρασιν εν αντιγράφω του τεσκερέ τούτου διαβιβάζοντες εγκλείστως ώδε τη αυτής Ιερότητι προς γνώσιν, συνιστώμεν αυτή συνοδική διαγνώμη, ίνα ει γε η εν Θάσω σχολή εστιν αστική, ου διδάσκεται δ’ αληθώς εν αυτή η Τουρκική, φροντίση περί εισαγωγής εν τω προγράμματι της σχολής και του μαθήματος της γλώσσης ταύτης, διδασκομένου όμως υπό προσώπου μη μισθοδοτουμένου υπό του μεαρίφ. Η δε… απθ΄ Ιουνίου ιστ΄».
(Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/83, αρ. πρωτ. 3864, έτος 1909, σ. 232).
(11)
Τω Μαρωνείας Νικολάω
«Ληφθέντος έναγχος υπουργικού τεσκερέ, αναφέροντος ότι η Ιερότης αυτής εξεδίκασεν αναρμοδίως διαφοράν περί γαιών, αναφυείσαν μεταξύ κατοίκων τινών του χωρίου Γενή-Χισάρ της επαρχίας ταύτης και αξιούντος, ίνα συστηθή τη αυτής Ιερότητι η μη ανάμιξις αυτής εις παρομοίας διαφοράς, διαφευγούσας την δικαιοδοσίαν αυτής, προαγόμεθα, διαβιβάζοντες εγκλείστως ώδε αντίγραφον μεταφράσεως του τεσκερέ τούτου, προτρέψασθαι, συνοδική διαγνώμη, την αυτής Ιερότητα ίνα παράσχη ημίν σχετικάς πληροφορίας.
Η δε… απια΄ Απριλίου κθ΄».
(Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/85, αρ. πρωτ. 3668, έτος 1911,σ. 188).
(12)
Τω Μαρωνείας Νικολάω
«Διαβιβάζοντες επί επιστροφή την έγκλειστον ώδε προς την εκκλησίαν αναφοράν του Δικαίου της εν Αγίω Όρει ιεράς Σκήτης του Τιμίου Προδρόμου περί του εν Ποταμιά της Θάσου μετοχίου της Σκήτης, προτρεπόμεθα την Ιερότητα αυτής, συνοδική διαγνώμη, όπως συστήση τοις χωρικοίς ίνα παύσωσι παρενοχλούντες ατόπως τους μοναχούς και επιτρέπωσιν αυτοίς ίνα εκκλησιάζωνται εν τω αναφερομένω παρεκκλησίω, άνευ τινός, εννοείται, ένεκα τούτου δικαιώματος κυριότητος, μηδ’ επιτρεπομένου αυτοίς όπως τελώσι ρουμανιστί την θείαν λειτουργίαν.
Η δε… απιβ΄ Οκτωβρίου ιθ΄».
(Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/86, αρ. πρωτ. 9350, έτος 1912, σ. 479).
(13)
«Της αγιωτάτης Μητροπόλεως Καισαρείας απροστατεύτου διαμεινάσης, άτε δη του εν αυτή αρχιερατεύοντος κυρίου Αμβροσίου εις διαθεσιμότητα τεθέντος, ημείς οι την Ιεράν Σύνοδον αποτελούντες αρχιερείς, μετά την γενομένην συνοδικώς πρότασιν και προβολήν τριών υποψηφίων, των μάλλον καταλλήλων εις τούτο, ήτοι των πανιερωτάτων Μητροπολιτών Ικονίου κυρίου Προκοπίου, Πισιδίας κυρίου Γερασίμου και Μαρωνείας κυρίου Νικολάου, κατελθόντες εν τω πανσέπτω Πατριαρχικώ ναώ του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, προτροπή και αδεία του Παναγιωτάτου και Σεβασμιωτάτου ημών Αυθέντου και Δεσπότου, του Οικουμενικού Πατριάρχου κυρίου κυρίου Γερμανού, και ψήφους κανονικάς προβαλόμενοι, τη επικλήσει του Παναγίου Πνεύματος, εις εκλογήν του αξίου εκ των τεθέντων τριών υποψηφίων προσώπου, προεκρίναμεν τον Πανιερώτατον Μητροπολίτην Μαρωνείας κύριον Νικόλαον.
Εφ’ ω και εις διηνεκή ένδειξιν και μόνιμον παράστασιν κατεστρώθη τα ονόματα αυτών εν τώδε τω Ιερώ Κώδικι της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας.
Εν έτει σωτηρίω απιδ΄ κατά μήνα Φεβρουάριον (ιγ΄), επινεμήσεως ιβ΄». Έπονται οι υπογραφές των συνοδικών αρχιερέων.
(Α.Ο.Π. –Κ.Υ.Α.Ε., Α΄-β΄/1, έτος 1914, σ. 301).


Β. ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
(1)
«Σεβασμιώτατε και Παναγιώτατε εν Χω αδελφέ,
Γνωστόν πάντως εγένετο τη υμετέρα περισπουδάστω μοι Παναγιότητι, ότι από τινος καιρού η σεβ. Κυβέρνησις ήρξατο να επιβάλη εις την Θάσον νέους φόρους, ενώ αύτη κατά τα δι’ επισήμων κυβερνητικών εγγράφων κεχορηγημένα αυτή προνόμια εξακολουθεί να πληρώνη πάντα τα είδη των φόρων κατ’ αποκοπήν εις τον Χεδίβην προς όφελος του εν Καβάλα Πτωχοκομείου, πλην του στρατιωτικού, ον εκτός κατ’ αποκοπήν επλήρωνε και πληρώνη εις την Κυβέρνησιν.
Προς απαλλαγήν λοιπόν της Νήσου από της διπλής ταύτης φορολογίας ενεργούνται από τεσσάρων ήδη μηνών τα δέοντα υπό τε του σεβ. Πατριαρχείου και υπ’ εμού και του Αντιπροσώπου της Θάσου παρά τη Κυβερνήσει. Το ζήτημα δε, συζητηθέν εν τω οικονομικώ τμήματι του Σουράϊ-Δοβλέτ, παρεπέμθη εσχάτως εις την Νομαρχίαν, ίνα το Νομαρχιακόν Συμβούλιον συσκεφθή περί τούτου και εξενέγκη την επί τούτου γνώμην του, ην βεβαίως θα λάβη υπ’ όψιν το Σουράϊ-Δοβλέτ κατά την έκδοσιν της οριστικής αυτού αποφάσεως.
Διό θερμώς παρακαλώ την υμετέραν περισπούδαστον μοι Παναγιότητα, ίνα, λαμβάνουσα υπ’ όψιν, ότι η ρηθείσα νήσος εξακολουθεί κατά τα υπ’ αυτής της σεβ. Κυβερνήσεως ανεγνωρισμένα προνόμια της να πληρώνη πάντα τα είδη των φόρων, πλην του στρατιωτικού, εις τον Χεδίβην, και ότι είναι όλως άδικον και παράνομον εις και ο αυτός λαός να πληρώνη διπλούς φόρους εις δύο Αρχάς, και δη ο της Θάσου, όστις ως πάμπτωχος δεν αντέχει ποσώς εις τοιαύτην φορολογίαν, ευαρεστηθή να υποστηρίξη σθεναρώς παρά τω Νομάρχη και τω Νομαρχιακώ Συμβουλίω τα δίκαια ταύτα των Θασίων, και συντελέση, όπως εκδοθή αυτόθι ευνοϊκή τοις Θασίοις γνωμοδότησις. Εφ’ ω θα Σας ευγνωμονώμεν εγκαρδίως εγώ τε και σύμπας ο της Θάσου λαός.
Επί τούτοις διατελώ κατασπαζόμενος Αυτήν αδελφικώς εν Κυρίω.
Εν Φαναρίω τη 15η Δεκεμβρίου 1909
Της υμετέρας περισπουδάστου μοι Παναγιότητος ταπεινός εν Χω αδελφός και όλως πρόθυμος.
 + Ο Μαρωνείας Νικόλαος».
(Α.Ι.Μ.Θ., Φάκ. 20, Αλληλογραφία Μητροπόλεως Μαρωνείας, αρ. εγγρ. 2829, έτος 1909.



1 Οι αρχειακές και βιβλιογραφικές «συντμήσεις-βραχυγραφίες» που χρησιμοποιούνται στην παρούσα εργασία είναι οι κάτωθι:
-Α.Ι.Μ.Θ.: Αρχείο Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης.
-Α.Ο.Π. – Κ.Υ.Α.Ε.: Αρχειοφυλάκιο Οικουμενικού Πατριαρχείου – Κώδικες Υπομνημάτων Αρχιερατικών Εκλογών.
-Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α.: Αρχειοφυλάκιο Οικουμενικού Πατριαρχείου – Κώδικες Πατριαρχικής Αλληλογραφίας.
-Ε.Α.: Εκκλησιαστική Αλήθεια.
-Ι.Α.Ν.Ε.: Ιστορικό Αρχείο Νεοελληνικής Εκπαίδευσης.
[2] Η άλλοτε υποβιβασθείσα Μητρόπολη Μαρωνείας σε πατριαρχική εξαρχία, ανυψώθη και πάλι σε Μητρόπολη κατά το 1646, επί της Πατριαρχίας Ιωαννικίου του Β΄. Το ίδιο έτος, με Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο, οι δύο «Πατριαρχικές Νήσοι» της Θάσου και της Σαμοθράκης υπήχθησαν στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Μαρωνείας. Από το Νοέμβριο του 1924 μέχρι και το Σεπτέμβριο του 1932, η νήσος Θάσος απεσπάσθη της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας της Μητροπόλεως Μαρωνείας και απετέλεσε ανεξάρτητη προσωποπαγή Μητρόπολη, με Μητροπολίτη τον από Προικοννήσου Γεώργιο. Όταν το 1932 ο Γεώργιος μετετέθη στη Μητρόπολη Παραμυθίας, η Μητρόπολη Θάσου κατηργήθη και η νήσος επανυπήχθη στη Μητρόπολη Μαρωνείας, έως ότου το έτος 1953 υπήχθη οριστικώς στη Μητρόπολη Φιλίππων και Νεαπόλεως. Για τη σχετική επί του θέματος αυτού βιβλιογραφία βλ. Ιω. Ελ. Σιδηρά, Η φιλεκπαιδευτική και φιλοπρόοδος προσφορά και δράση των Μητροπολιτών Μαρωνείας από το 1860 μέχρι και σήμερα. Συμβολή στην εκκλησιαστική και επισκοπική ιστορία της Μητροπόλεως Μαρωνείας, στο: «Θράκιος», Αφιερωματικός Τόμος στο Μητροπολίτη Μαρωνείας και Κομοτηνής κ. Δαμασκηνό, (Επιμ. Γ.Κ. Παπάζογλου), Θρακική Βιβλιοθήκη-10, Κομοτηνή 2006, σ. 281, υποσ. 118, όπου παρατίθεται η πλήρης σχετική βιβλιογραφία. Του ιδίου, Η πολιτισμική και πνευματική προσφορά της τοπικής Εκκλησίας στην Κομοτηνή και το Νομό Ροδόπης από το 1860 μέχρι σήμερα, Τόμος Πρακτικών Επιστημονικού Συνεδρίου: «Η Κομοτηνή και ο ευρύτερος χώρος (παρελθόν-παρόν-μέλλον), Εταιρεία Παιδαγωγικών Επιστημών Κομοτηνής, Κομοτηνή 2006, σσ. 108-109, υποσ. 118.
[3] βλ. Α.Ο.Π. – Κ.Π.Υ.Ε., Α΄-β΄/1, έτος 1902, σ. 99
[4] Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου Νικόλαος Σακκόπουλος εγεννήθη το έτος 1862 στη Σινώπη του Πόντου. Την ιερά επιστήμη της θεολογίας εσπούδασε στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από όπου απεφοίτησε το έτος 1886. Μετά την αποφοίτησή του εκλήθη αρχιδιάκονος της Μητροπόλεως Σμύρνης, στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1887, οπότε εχειροτονήθη πρεσβύτερος και διορίστηκε προϊστάμενος στην ελληνορθόδοξη κοινότητα Κροστάνδης της Τρανσυλβανίας.Το 1891 προσελήφθη ως πρωτοσύγκελλος του Μητροπολίτου Αμασείας Ανθίμου Αλεξούδη και το 1892 εξελέγη  βοηθός επίσκοπος του Αμασείας, υπό τον τίτλο του Αμισού (1892-1893). Ο Νικόλαος Σακκόπουλος διετέλεσε: Επίσκοπος Κίτρους (1893-1896), Μητροπολίτης Βοδενών (Εδέσσης) (1896-1899), Αγκύρας (1899-1902), Μαρωνείας (1902-1914), Καισαρείας (1914-1927) και Χαλκηδόνος (22 Φεβρουαρίου -17 Μαρτίου 1927). Ως Μητροπολίτης Καισαρείας ανέλαβε τα υψηλά και υπεύθυνα καθήκοντα: α) Τοποτηρητής του Οικουμενικού Θρόνου (Μάρτιος-25 Νοεμβρίου 1921), β) Πατριαρχικός Επίτροπος (25 Νοεμβρίου 1921-24 Ιανουαρίου 1922, γ) Προεδρεύων της Ενδημούσης Συνόδου (10 Ιουλίου-2 Οκτωβρίου 1923). Ο Νικόλαος απέθανε ως Μητροπολίτης Χαλκηδόνος, στις 17 Μαρτίου του 1927, και ετάφη στον περίβολο της Ιεράς Μονής Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλή, όπου και οι τάφοι των Οικουμενικών Πατριαρχών. Βλ. Ιω. Ελ. Σιδηρά. Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου Νικόλαος Σακκόπουλος και η εποχή του (1962-1927), (Ανέκδοτη Μεταπτυχιακή Εργασία, υποβληθείσα στο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ), Θεσσαλονίκη 2001, όπου παρατίθεται πλήρης η σχετική βιβλιογραφία. Του ιδίου, Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας, Θάσου και Σαμοθράκης Νικόλαος Σακκόπουλος και η εποχή του (1862-1927). Ένας λησμονημένος αγωνιστής Ιεράρχης του τόπου μας, περιοδικό «Ενδοχώρα», τεύχος 85, Αλεξανδρούπολη 2003, σσ. 53-62. Του ιδίου, Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας, Θάσου και Σαμοθράκης Νικόλαος Σακκόπουλος (1902-1914). Το εκκλησιαστικό και ποιμαντικό έργο του, εφημ. της Κομοτηνής «Ο Χρόνος», (Μέρος Πρώτο), της 26ης Μαρτίου 2002, αρ. φύλ. 10423, σ. 4. Και (Μέρος Δεύτερο), εφημ. της Κομοτηνής «Ο Χρόνος», της 27ης Μαρτίου 2002, αρ. φύλ. 10424, σ.6.
[5] βλ. Α.Ο.Π. – Κ.Υ.Α.Ε., Α΄-β΄/1, έτος 1902, σ. 99. Πρβλ. Ιω. Ελ. Σιδηρά, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού…, ό.π., σ. 225. Του ιδίου, Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας…, ό.π., εφημ. «Ο Χρόνος», αρ. φύλ. 10423, σ.4.
[6] βλ. Σ. Μερτζίδου, Θασιακά ήτοι ιστορία της νήσου Θάσου από των αρχαιοτάτων μέχρι των νεωτέρων χρόνων, Καβάλα 1911, σσ. 279-281. Γ. Παπαευστρατίου, Ιστορία της νήσου Θάσου από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, Εν Αλεξανδρεία 1922, σσ. 130, 153. Απ. Ε. Βακαλόπουλου, Ιστορία της Θάσου 1453-1912, Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 72 κ.εξ., 158 κ.εξ.
[7] βλ. Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/75, αρ. πρωτ. 2292, έτος 1903, σ. 381. Πρβλ Ιω. Ελ. Σιδηρά, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού…, ό.π., σσ. 264, 265. Του ιδίου, Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας…, ό.π., περιοδικό «Ενδοχώρα», σ. 58.
[8] Για το παρακείμενο της κοινότητος Ποταμιάς μετοχιακό «ρουμουνικό» παρεκκλήσιο του Αγίου Δημητρίου βλ. Π.Ι. Αξιώτη, Η Θάσος, 1953, σσ. 205-208, όπου έχουμε γλαφυρή και παραστατική περιγραφή του μικρού παρεκκλησίου του Αγίου Δημητρίου. Γ. Κουκλιάτη, Ο μοναχισμός και τα μοναστήρια της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου, Καβάλα 1992, σ. 76 και υποσ. 76. Δ. Στρατή, Το νησί της Θάσου και το Άγιον Όρος, Καβάλα 1995, σσ. 82-84. Ν. Μιχαλόπουλου, Τα εξωκκλήσια της Θάσου, έκφραση του θρησκευτικού συναισθήματος των κατοίκων, «Θασιακά» 9 (1994-1995) 336-337, 334. Μ.Δ. Κουμπή, Η διαμαρτυρία της κοινότητος Ποταμιάς εναντίον των Ρουμάνων μοναχών της περιοχής. Εθνικιστικές εκφάνσεις του ρουμανικού μοναχισμού στην τουρκοκρατούμενη Θάσο, «Θασιακά» 12 (2001-2003) 393.
[9] βλ. Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α.,Α΄/75, αρ. πρωτ. 2292, έτος 1903, σ. 391. Πρβλ. Ιω. Ελ. Σιδηρά, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού…, ό.π., σσ. 264, 265.
[10] Για τα μετόχια των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους στη Θάσο, βλ. Γ. Κουκλιάτη, Τα μετόχια του Αγίου Όρους στην Καβάλα και στη Θάσο, «Θασιακά» 6 (1989) 94-103. Του ιδίου, Ο Μοναχισμός ό.π., σσ. 64-77.
[11] βλ. τη σχετική βιβλιογραφία της υποσ. 8.
[12] Ο Μ.Δ. Κουμπής αναφέρει, κατά προσέγγιση, ως περίοδο της ιδρύσεως του μετοχίου του Αγίου Δημητρίου, την διετία 1860-1861, ενώ το Δ. Στρατής προσδιορίζει ως έτος ιδρύσεως του μετοχίου το έτος 1865, επικαλούμενος και τις σχετικές αναφορές του Γ. Σμυρνάκη (Το Άγιο Όρος, Καρυές 1988, φωτογραφική ανατύπωση από την έκδοση του 1903, σ. 424), και του Κ. Βλάχου, Η Χερσόνησος του Αγίου Όρους Άθω και αι εν αυτή μοναί και οι μοναχοί πάλαι τε και νυν, Μελέτη Ιστορική και κριτική, εν Βόλω 1903, σ. 178). Βλ. σχετικά Μ.Δ. Κουμπή, ό.π., σ. 393 και υποσ. 6. Πρβλ. Δ. Στρατή, ό.π., σ. 82 και υποσ. 80.
[13] Θεωρούμε ως ακριβέστερο τον προσδιορισμό, από τον Μ. Δ. Κουμπή, του χρόνου ιδρύσεως του ρουμανικού μετοχίου μεταξύ των ετών 1860-1963, επειδή, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, επικαλούμενος και την έγγραφη «Διαμαρτυρία» (1912) των κατοίκων της Ποταμιάς, ήδη από το έτος 1861 είχαν αρχίσει οι αυθαιρεσίες των μοναχών στην Ποταμιά, ενώ υπήρχε και σχετική πατριαρχική συνοδική απόφαση του έτους 1864, η οποία αναιρεί την άποψη ότι το μετόχιο ιδρύθηκε το 1865. Βλ. Μ.Δ. Κουμπή, ό.π., σ. 393 και υποσ. 6.
[14] βλ. Μ. Δ. Κουμπή, ό.π., σσ. 395-400. Κ. Χιόνη, Η Θάσος και η δράση των Θασίων κατά το Μακεδονικό Αγώνα, «Θασιακά» 1 (1984) 76
[15] βλ. Μ. Δ. Κουμπή, ό.π., σ. 393. Πρβλ. Δ. Στρατή, ό.π., σ. 83.
[16] βλ. Μ.Δ. Κουμπή, ό.π., σσ. 394-395.
[17] βλ. Στο ίδιο, σ. 394.
[18] βλ. Στο ίδιο, σ. 395.
[19] βλ. Στο ίδιο,σ. 394.
[20] Για τις σχετικές ενέργειες του Μητροπολίτου Μαρωνείας Ιωακείμ Βαλασιάδη (1894-1900) βλ. Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/69, αρ. πρωτ. 5079, έτος 1897, σσ. 359-360 και Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/71, αρ. πρωτ. 4423, έτος 1899, σ. 278. Πρβλ. Ιω. Ελ. Σιδηρά, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού…, ό.π, σ. 265.
[21] Για τις αντίστοιχες ενέργειες του Μητροπολίτου Μαρωνείας Κωνσταντίου Γαζή (1900-1902) βλ. Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/72, αρ. πρωτ. 6080, έτος 1900, σ. 389 και Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/74, έτος 1902, σ. 287. Πρβλ. Ιω. Ελ. Σιδηρά, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού…, ό.π., σ. 265.
[22] βλ. Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/77, αρ. πρωτ. 1116, έτος 1904, σ. 64.
[23] βλ. Στο ίδιο, σ. 65.
[24] βλ. Στο ίδιο, σ. 64.
[25] βλ. Μ.Δ. Κουμπή, ό.π., σ. 395.
[26] βλ. Στο ίδιο, σ. 395.
[27] βλ. Π.Α. Γεωργαντζή, Προξενικά Αρχεία Θράκης, Τόμ. Γ΄, Ξάνθη 2000, σ. 503. Του ιδίου, Σελίδες της πρόσφατης ιστορίας της Θάσου (1900-1907) από τα έγγραφα των αρχείων του υπουργείου των εξωτερικών της Ελλάδος, «Θασιακά» 10 (1996-1997) 168, 193
[28] βλ. Ιω. Ελ. Σιδηρά, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού…, ό.π., σ. 266. Του ιδίου, Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας…, ό.π., περιοδικό «Ενδοχώρα», σ. 58.
[29] βλ. Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/86, αρ, πρωτ. 9350, έτος 1912, σ. 479. Πρβλ. Ιω. Ελ. Σιδηρά, Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας…, ό.π., σ. 266.
[30] βλ. Ανωνύμου, Βίος και Πολιτεία των εν Ποταμία της Θάσου Ρουμούνων καληγήρων, τύποις «Φοίνικος» Ηλ. Οικονόμου, Καβάλα 1912,, σσ. 2-16. Πρβλ. Δ. Στρατή, ό.π., σ. 83. Μ. Δ. Κουμπή, ό.π., σσ. 391-392.
[31] βλ. Μ. Δ. Κουμπή, ό.π., σ. 392.
[32] βλ. Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/86, αρ. πρωτ. 9350, έτος 1912, σ. 479. Πρβλ. Ιω. Ελ.Σιδηρά, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού…, ό.π., σ. 266.
[33] Στη στήλη των «Εκκλησιαστικών Χρονικών» της «Εκκλησιαστικής Αλήθειας» διαβάζουμε το παρακάτω ανακοινωθέν της Ιεράς Συνόδου: «Συνοδικώς ενεκρίθη, κατόπιν αιτήσεως του δικαίου της υπό την βασιλ. και πατριαρχ. μονήν Μεγίστης Λαύρας ιεράς ρουμανικής σκήτης του Τιμίου Προδρόμου, να συστηθή διά του σεβασμ. μητροπολίτου Μαρωνείας τοις κατοίκοις του χωρίου Ποταμιάς της νήσου Θάσου να μη παρενοχλώσι τους μοναχούς του αυτόσε μετοχίου της σκήτης εκκλησιαζομένους εν τω παρεκκλησίω αυτών, άνευ δικαιώματος κυριότητος επ’ αυτού και επί τω όρω να μη τελώσιν εν τω παρεκκλησίω ρουμανιστί τας ιερουργίας». Βλ. Ε.Α. 32 (1912) 410. Πρβλ. Ιω. Ελ. Σιδηρά, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού…, ό.π. σ. 266.
[34] βλ. Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/82, αρ. πρωτ. 1007, έτος 1908, σ. 68. Πρβλ. Ιω. Ελ. Σιδηρά, Η φιλεκπαιδευτική…, ό.π., σ. 282, υποσ. 119. Του ιδίου,  Η πολιτισμική…, ό.π., σ. 110, υποσ.119. Του ιδίου, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού…, ό.π., σσ. 256-257. Του ιδίου, Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας…, ό.π., εφημ. «Ο Χρόνος», αρ. φύλ. 10423, σ.4.
[35] Για τη συνοπτική ιστορία του χωριού των Λιμεναρίων (Χαμηδιέ). Βλ. Ελ. Τοπούζη, Τα Λιμενάρια κατά την περίοδο 1915-18 μέσα από το αρχείο του Β. ΕΜ. Πιστέλα και από άλλο ανέκδοτο αρχειακό υλικό, «Θασιακά» 10 (1996-1997) 653-667. Ν. Καρτάλη, Το ιστορικό της ίδρυσης και λειτουργίας του ναού της Ευαγγελίστριας Λιμεναρίων, «Θασιακά» 12 (2001-2003) 277-278.
[36] Για τη συνοπτική ιστορία του Κάστρου ή Νεοκάστρου (Γενήχισαρ ή Γενίχισαρ). Βλ. Κ. Χιόνη, Το αρχείο της οικογένειας Βαγγέλη Σταμπούλη, «Θασιακά» 8 (1992-1993) 150-151. Του ιδίου, Ένας κώδικας από το Κάστρο των ετών 1864-1923, «Θασιακά 10 (1996-1997) 723-724.
[37] βλ. Κ. Χιόνη, Η Παιδεία στη Θάσο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας «Θασιακά» 7 (1990-1991) 454. Του ιδίου, Η Εκπαίδευση στο Κάστρο της Θάσου κατά τους τελευταίους χρόνους της τουρκοκρατίας, στον Τόμο: «Η εκπαίδευση στη Μακεδονία κατά την τουρκοκρατία. Πρώτη προσέγγιση και «απογραφή», (Επιμ. Ν.Π. Τερζή-Σ. Ζιώγου), Ι.Α.Ν.Ε., Τόμ. 3, Θεσσαλονίκη 1997, σσ. 168,170. Αθ. Καραθανάση-Ιω. Μπάκα, Θασιακά Εκπαιδευτικά (1860-1910), «Θασιακά» 10 (1996-1997) 346-348. Γ. Κρητικού, Η απόφαση της ίδρυσης του δημοτικού σχολείου Λιμεναρίων, «Θασιακά» 10 (1996-1997) 424.
[38] βλ. Κ. Χιόνη, Η παιδεία…, ό.π., σσ. 456-457. Του ιδίου, Η εκπαίδευση…, ό.π., σ. 168. Γ. Κρητικού, ό.π., σ. 424.
[39] βλ. Κ. Χιόνη, Η εκπαίδευση…, ό.π., σσ. 168-169. Γ.Κρητικού, ό.π.,σσ. 424-425 Γ. Αυγουστίδη, Η εγκατάσταση και λειτουργία της εταιρείας F.R. SPEIDELστα Λιμενάρια. Το τέλος της ιστορίας ενός χωριού και η αρχή της δημιουργίας ενός άλλου, «Θασιακά» 9 (1994-1995) 36, 38, 39, 40-41. Ν. Μιχαλόπουλου, Το ημιγυμνάσιο Κάστρου-Λιμεναρίων Θάσου (1922-1930). Η ίδρυση και η λειτουργία του όπως καταγράφεται στο «Μαθητολόγιο» και στο «Γενικό έλεγχό» του, «Θασιακά» 12 (2001-2003) 504.
[40] βλ. Κ. Χιόνη, Η εκπαίδευση…, ό.π., σ. 168.
[41] βλ Στο ίδιο, σ. 168. Πρβλ.  Γ. Κρητικού, ό.π. σ. 425. Ν. Μιχαλόπουλου,ό.π., σ. 504.
[42] βλ. Κ. Χιόνη, Η εκπαίδευση…, ό.π., σ. 168.
[43] βλ. Στο ίδιο, σσ. 168-169.
[44] βλ. Στο ίδιο, σ. 169. Γ. Κρητικού, ό.π., σ. 425.
[45] βλ. Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, Θέματα οργάνωσης και λειτουργίας της αστικής σχολής Κάστρου στα τελευταία χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, «Θασιακά» 10 (1996-1997) 283, 289.
[46] βλ. Κ. Χιόνη, Η εκπαίδευση…, ό.π., σ. 169.
[47] βλ. Στο ίδιο, σ. 170.
[48] βλ. Γ. Κρητικού, ό.π., σ. 425.
[49] βλ. Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/82, αρ. πρωτ.  1007, έτος 1908, σ. 68. Πρβλ.  Ιω. Ελ. Σιδηρά, Η φιλεκπαιδευτική…, ό.π., σ. 282, υποσ. 119. Του ιδίου, Η πολιτισμική…, ό.π., σ. 110, υποσ. 119. Του ιδίου, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού…, ό.π., σσ. 256-257. Του ιδίου, Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας…, ό.π., εφημ. «Ο Χρόνος», αρ. φύλ. 10423, σ. 4. 
[50] βλ. Κ. Χιόνη, Η εκπαίδευση…, ό.π., σ. 170.
[51] βλ. Γ. Κρητικού, ό.π., σ. 425.
[52] βλ. Κ. Χιόνη, Η εκπαίδευση…, ό.π., σσ. 170-171. Του ιδίου, Ένας κώδικας…, ό.π., σ. 744. Γ. Κρητικού, ό.π., σ. 428, υποσ. 27.
[53] βλ. Γ. Κρητικού, ό.π., σσ. 428, 429.
[54] βλ. Στο ίδιο, σ. 429. Ν. Μιχαλόπουλου, ό.π., σσ. 502-503, 516-517.
[55] βλ. Κ. Χιόνη, Ανέκδοτα έγγραφα ετών 1837-1913, «Θασιακά» 2 (1985) 38.
[56] βλ. Κ. Τσιάτα, Το χρονικό της κατασκευής των σχολείων του Θεολόγου στα χρόνια της τουρκοκρατίας, «Θασιακά» 2 (1985) 70, υποσ. 3. Του ιδίου, Το κτίσμα που εστέγασε την ελληνικήν σχολήν Θεολόγου, «Θασιακά» 4 (1987) 143-149.
[57] βλ. Ν. Τσιλογεώργη, Η ιστορία του Θεολόγου (1287-1912), «Θασιακά» 8 (1992-1993) 141.
[58] βλ. Κ. Χιόνη, Ανέκδοτα…, ό.π., σσ. 42-43. Κ.Τσιάτα, Το χρονικό…, ό.π., σ, 70, υποσ. 3. Ν. Τσιλογεώργη, ό.π., σ.14.
[59] βλ. Κ. Χιόνη, Ανέκδοτα…, ό.π., σσ. 42-43.  Ν. Τσιλογεώργη, ό.π., σ. 142.
[60] βλ. Κ. Χιόνη, Η παιδεία…, ό.π., σσ. 452-453.
[61] Όταν η Θάσος ευρέθη και πάλι υπό οθωμανική κυριαρχία (1902), η Νομαρχία της Θεσσαλονίκης, στην οποία υπήγετο διοικητικά η Θάσος, διέταξε κατά το έτος 1903, κατ’ απαίτηση μάλιστα του τοπικού μουτεσαρίφη, τον άμεσο διορισμό τουρκοδιδασκάλου σε όλα τα σχολεία της νήσου για την υποχρεωτική καθημερινή ωριαία διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας. Τότε διορίσθηκε και ο αστυνόμος του Θεολόγου ως τουρκοδιδάσκαλος με μισθό 100 γρόσια κατά μήνα για να διδάσκει την τουρκική γλώσσα στα σχολεία του Θεολόγου. Βλ. Κ. Χιόνη, Η παιδεία…, ό.π., σ. 450. Του ιδίου, Ένα πρωτόκολλο εισαγομένων εγγράφων των ετών 1902-1904, «Θασιακά» 2 (1985) 103. Π. Βακουφάρη, Τουρκικές παρεμβάσεις στα σχολεία της Θάσου μετά το Τανζιμάτ, «Θασιακά» 7 (1990-1991) 102-103. Ιω. Χιόνη, Η διδασκαλία ξένων γλωσσών κατά την τουρκοκρατία σε σχολεία της Θάσου, «Θασιακά» 12 (2001-2003) 727-728.
[62] βλ. Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α, Α΄/83, αρ. πρωτ. 2384, έτος 1919, σ. 115. Πρβλ. Ιω. Ελ. Σιδηρά, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού…, ό.π., σ. 266. Του ιδίου, Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας…, ό.π., περιοδικό «Ενδοχώρα», σσ. 58-59. Του ιδίου, Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας…, ό.π., εφημ. «Ο Χρόνος», αρ. φύλ. 10424, σ. 6.
[63] βλ. Α.Ο.Π. Κ.Π.Α., Α΄/83, αρ. πρωτ. 2384, έτος 1909, σ. 115.
[64] βλ. Στο ίδιο, σ. 115.
[65] βλ. Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/83, αρ. πρωτ. 3864, έτος 1909, σ. 232.
[66] βλ. Στο ίδιο, σ. 232. Πρβλ. Ιω. Ελ. Σιδηρά, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού…, ό.π., σ. 266.
[67] βλ. Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/83, αρ. πρωτ. 3864, έτος 1909, σ. 232. Πρβλ. Ιω. Ελ. Σιδηρά, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού…, ό.π. σ. 266.
[68] Τα «νουφούζια» ή «νουφούσια» ως επίσημο κρατικό έγγραφο απογραφής των οθωμανών υπηκόων και καταγραφής των προσωπικών τους δεδομένων είχε ως αντίστοιχό του, το «καθ’ ημάς βαπτιστικό». Βλ. Γ. Παπαευστρατίου, ό.π., σ. 153.
[69] βλ. Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/75, αρ. πρωτ. 5587, έτος 1903, σ. 396.
[70] βλ. Στο ίδιο, σ. 396. Πρβλ. Ιω. Ελ. Σιδηράς, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού…, ό.π., σ. 276. Του ιδίου, Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας…, ό.π., περιοδικό «Ενδοχώρα», σ. 59. Του ιδίου, Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας…, ό.π. εφημ. «Ο Χρόνος», αρ. φύλ. 10424, σ. 6.
[71] βλ. Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/75, αρ. πρωτ. 5587, έτος 1903, σ. 396.
[72] βλ. Γ. Παπαευστρατίου, ό.π., σ. 153.
[73] Στην επίσημη απάντηση του υπουργού των Εσωτερικών προς το Πατριαρχείο δεν διευκρινίζεται ποιά ήταν η τελευταία απογραφή, στην οποία υπήρχαν καταγεγραμμένα τα επίσημα στατιστικά στοιχεία που απεδείκνυαν ότι ο πληθυσμός της Θάσου ανήρχετο μόλις σε 1900 ψυχές. Παρά ταύτα, μπορούμε, με κάθε επιφύλαξη, να υποθέσουμε ότι επρόκειτο για τα στατιστικά στοιχεία της απογραφής που διενεργήθη με εντολή της Υψηλής Πύλης σε όλες τις επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας κατά το έτος 1905. Πάντως, το βέβαιο είναι ότι πριν από το 1912 ο πληθυσμός της Θάσου κυμαινόταν, με τις κατά καιρούς αυξομειώσεις του, από 10.000 έως 15.000 περίπου κατοίκους. Βλ. Ενδεικτικά: Π. Γεωργαντζή, Σελίδες…, ό.π., σ. 190. Στ. Παπαδόπουλου, Εκπαιδευτική
και κοινωνική δραστηριότητα του ελληνισμού της Μακεδονίας κατά τον τελευταίο αιώνα της τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 28.
[74] βλ. Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/82, αρ. πρωτ. 7602, έτος 1908, σ. 433. Πρβλ. Ιω. Ελ. Σιδηρά, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού…, ό.π., σ. 319. Του ιδίου, Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας…, ό.π., περιοδικό «Ενδοχώρα», σ. 59. Του ιδίου, Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας…, ό.π., εφημ. «Ο Χρόνος», αρ. φύλ. 10424, σ. 6.
[75] βλ. Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/82, αρ. πρωτ. 7602, έτος 1908, σ. 433.
[76] βλ. Στο ίδιο, σ. 433.
[77] βλ. Στο ίδιο, σ. 433.
[78] βλ. Στο ίδιο, σ. 433.
[79] βλ. Στο ίδιο, σ. 433. Πρβλ. Ιω. Ελ. Σιδηρά, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού…, ό.π., σ. 319. Του ιδίου, Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας…, ό.π., περιοδικό «Ενδοχώρα», σ. 59. Του ιδίου, Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας…, ό.π., εφημ. «Ο Χρόνος», αρ. φύλ. 10424, σ. 6.
[80] βλ. Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/82, αρ. πρωτ. 7602, έτος 1908, σ. 433.
[81] βλ. Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/83, αρ. πρωτ. 189, έτος 1909, σ. 2. Πρβλ. Ιω. Ελ. Σιδηρά, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού…, ό.π., σ. 320. Του ιδίου, ο Μητροπολίτης Μαρωνείας…, ό.π., εφημ. «Ο Χρόνος», αρ. φύλ. 10424, σ. 6.
[82] βλ. Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/83, αρ. πρωτ. 189, έτος 1909, σ. 2.
[83] βλ. Στο ίδιο, σ. 2.
[84] Παρόλο που στο έγγραφο δεν διευκρινίζεται το περιεχόμενο του όρου «βαθμός πολιτικού», μπορούμε όμως να υποθέσουμε ότι η εκ μέρους της Υψηλής Πύλης απονομή του βαθμού του «πολιτικού» σε κάποιον χριστιανό οθωμανό υπήκοο συνεπάγετο την επίσημη κρατική αναγνώρισή του ως πολιτικού εκπροσώπου του χριστιανικού πληθυσμού μιας επαρχίας της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο οποίος μπορούσε να απευθύνεται στις τοπικές οθωμανικές αρχές και να μεταφέρει τα αιτήματα ή να διεκδικεί την επίλυση των προβλημάτων που αντιμετώπιζε ο χριστιανικός πληθυσμός της συγκεκριμένης επαρχίας.
[85] βλ. Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/78, αρ. πρωτ. 6939, έτος 1905, σ. 296. Πρβλ. Ιω. Ελ. Σιδηρά, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού…, ό.π., σ. 277. Του ιδίου, Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας…, ό.π., περιοδικό «Ενδοχώρα», σ. 59. Του ιδίου, Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας…, ό.π., εφημ. «Ο Χρόνος», αρ. φύλ. 10424, σ. 6.
[86] βλ. Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/78, αρ. πρωτ. 6939, έτος 1905, σ. 296.
[87] βλ. Α.Ο.Π. Κ.Π.Α., Α΄/83, αρ. πρωτ. 8244, έτος 1909, σ. 514. Πρβλ. Ιω. Ελ. Σιδηρά, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού…, ό.π., σσ. 277, 279.
[88] βλ. Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/83, αρ. πρωτ. 8244, έτος 1909, σ. 514. Πρβλ. Ιω. Ελ. Σιδηρά, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού…, ό.π., σ. 279.
[89] Για το θεσμό και τη διάκριση των Βακουφίων στη Θάσο και την Καβάλα. Βλ. Μ. Τσεγγελίδου, Το ζήτημα των βακουφικών ιδιοκτησιών της Καβάλας και της νήσου Θάσου, «Θασιακά» 5 (1998) 134-151.
[90] βλ. Σ. Μερτζίδου, ό.π., σ. 273 κ.εξ. Γ. Παπαευστρατίου, ό.π., σσ. 130, 165. Απ.Ε. Βακαλόπουλου, ό.π., σσ. 71, 105-107, 166.
[91] βλ. Σ. Μερτζίδου, ό.π., σ. 281.  Γ. Παπαευστρατίου, ό.π., σσ. 153, 167. Απ. Ε. Βακαλόπουλου, ό.π., σ. 166. Μ. Τσεγγελίδου, ό.π., σσ. 141-142.
[92] βλ. Γ. Παπαευστρατίου, ό.π., σ.167. Πρβλ. Απ Ε. Βακαλόπουλου, Γεγονότα στη Θάσο κατά τα τελευταία χρόνια της συγκυριαρχίας της οθωμανικής αυτοκρατορίας και της Αιγύπτου σ’ αυτήν (τέλη 19ου –αρχές 20ου), «Θασιακά» 6 (1989) 41.
[93] βλ. Γ. Παπαευστρατίου, ό.π., σσ. 167-168. Πρβλ. Απ.Ε. Βακαλόπουλου, Γεγονότα…, ό.π., σ. 41.
[94] βλ. Γ. Παπαευστρατίου, ό.π., σ. 167. Πρβλ.  Απ.Ε. Βακαλόπουλου, Γεγονότα…, ό.π., σ. 41. Μ. Τσεγγελίδου, ό.π., σσ. 139-141.
[95] βλ. Γ. Παπαευστρατίου, ό.π., σσ. 167-168. Πρβλ. Απ.Ε. Βακαλόπουλου, Γεγονότα…, ό.π., σσ. 41-42.  Μ. Τσεγγελίδου, ό.π. σ. 139.
[96] βλ. Απ.Ε. Βακαλόπουλου, Γεγονότα…, ό.π., σ. 42.
[97] βλ. Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/83, αρ. πρωτ. 8244, έτος 1909, σ. 514.
[98] βλ. Α.Ι.Μ.Θ., Φάκ. 20, Αλληλογραφία Μητροπόλεως Μαρωνείας, αρ. εγγρ. 2829, έτος 1909. Πρβλ. Ιω. Ελ. Σιδηρά, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού…, ό.π., σ. 280. Του ιδίου, Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας…, ό.π., περιοδικό «Ενδοχώρα», σ. 59. Του ιδίου, Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας…, ό.π., εφημ. «Ο Χρόνος», αρ. φύλ. 10424, σ. 6.
[99] βλ. Α.Ι.Μ.Θ., Φάκ. 20, Αλληλογραφία Μητροπόλεως Μαρωνείας, αρ. εγγρ. 2829, έτος 1909.Πρβλ. Ιω. Ελ. Σιδηρά, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού…, ό.π., σσ. 280-281.
[100] βλ. Γ. Παπαευστρατίου, ό.π., σ. 167. πρβλ. Απ.Ε. Βακαλόπουλου, Γεγονότα…, ό.π., σ. 41.
[101] βλ. Απ.Ε. Βακαλόπουλου, Αντιδράσεις Θασίων το 1911 κατά της επιβολής νέων τουρκικών φόρων, «Θασιακά» 9 (1994-1995) 68. Πρβλ. Α. Γκρέτσικου, Η φύση της νήσου Θάσου, «Θασιακά» 8 (1992-1993) 105.
[102] βλ.  Απ.Ε. Βακαλόπουλου, Αντιδράσεις…, ό.π., σ. 68. Πρβλ. Α. Γκρέτσικου, ό.π., σ. 106.
[103] βλ. Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/85, έτος 1911, σ. (;). Πρβλ. Ιω. Ελ. Σιδηρά, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού…, ό.π., σ. 281.
[104] βλ. Απ.Ε. Βακαλόπουλου, Αντιδράσεις…, ό.π., σ. 69.
[105] βλ. Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/85, αρ. πρωτ. 3668, έτος 1911, σ. 188. Πρβλ. Ιω. Ελ. Σιδηρά, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού…, ό.π., σ. 258.
[106] βλ. Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/85, αρ. πρωτ. 3668, έτος 1909, σ. 188.
[107] βλ. Στο ίδιο, σ. 188.
[108] βλ. Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/85, αρ. πρωτ. 10428, έτος 1911, σ. 520.
[109] βλ. Α.Ο.Π. – Κ.Π.Α., Α΄/86, αρ. πρωτ. 338, έτος 1912, σ. 9. Πρβλ. Ιω. Ελ. Σιδηρά, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού…, ό.π., σ. 289.
[110] βλ.  Α.Ο.Π. – Κ.Υ.Α.Ε., Α΄-β΄/1, έτος 1914, σ. 301. Πρβλ. Ιω. Ελ. Σιδηρά, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού…, ό.π., σσ. 345-346. Του ιδίου, Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας…, ό.π., περιοδικό «Ενδοχώρα», σ. 59. Του ιδίου, Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας…, ό.π., εφημ. «Ο Χρόνος», αρ. φύλ. 10424, σ. 6.





* Στα δημοσιευόμενα έγγραφα διατηρήθηκε η σύνταξη, ορθογραφία και στίξη τους.


Ιωάννου Ελ. Σιδηρά, Πτυχές της εκκλησιαστικής και εθνικής προσφοράς και δράσεως του Μητροπολίτου Μαρωνείας Νικολάου Σακκόπουλου (1902-1914) στη Θάσο, «Θασιακά», 13 (2004-2006)425-456. Η ίδια μελέτη αναδημοσιεύεται στον Τόμο των Πρακτικών του Β΄ Διεθνούς Συνεδρίου Βαλκανικών Ιστορικών Σπουδών: «Η Καβάλα και τα Βαλκάνια. Η Καβάλα και το Αιγαίο», Τόμ. Β΄, Καβάλα 2007, σσ. 247-281.

ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ









ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ

Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΤΙΜΟΘΕΟΥ ΜΑΤΘΑΙΑΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝ ΕΤΕΙ 1953 ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΘΑΣΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΦΙΛΙΠΠΩΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝ ΕΤΕΙ 1962 ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΑΡΤΗΣΕΩΣ ΑΥΤΗΣ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΞΑΝΘΗΣ

·       Συμβολή στην εκκλησιαστική ιστορία της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας και της νήσου Θάσου.

Είναι γεγονός ιστορικώς μεμαρτυρημένο ότι η κατά τον ΙΔ΄ αιώνα υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου ανυψωθείσα μέχρι τότε Αρχιεπισκοπή Μαρωνείας σε Μητρόπολη, κατά το διάβα του χρόνου πολλάκις ευρέθη αντιμέτωπη τόσο με τις επιδρομές αλλοφύλων όσο και με λίαν δυσχερείς και δεινώς επικρατούσες οικονομικές συνθήκες οπότε η Πρωτόκλητος και Πρωτόθρονος Μήτηρ Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινουπολίτις Εκκλησία αναγκάσθηκε να υποβιβάσει αυτή σε «Πατριαρχική Εξαρχία», τόσο κατά το β΄ ήμισυ του ΙΔ΄ και ΙΕ΄ αιώνος, όσο και κατά το α΄ ήμισυ του ΙΖ΄ αιώνος, ήτοι κατά το έτος 1620, επειδή η εν λόγω εκκλησιαστική επαρχία «ερημωθείσα», «διά το του καιρού άστατον», ευρέθη εν απολύτω παρακμή. Όταν όμως αισίως ανέκαμψε το Οικουμενικό Πατριαρχείο απεκατέστησε και πάλι την ιστορική εκκλησιαστική επαρχία Μαρωνείας σε εν ενεργεία Μητρόπολη του της Κωνσταντινουπόλεως Πρώτου Θρόνου.

Άξιο ιδιαιτέρας ιστορικής μνείας είναι το γεγονός ότι περί το έτος 1620 η Μητρόπολη Μαρωνείας εξ αιτίας των δυσβάστακτων φορολογικών και λοιπών καταπιέσεων και βαρών επί των ασθενικών ώμων των υποδούλων Ορθοδόξων Χριστιανών αυτής από μέρους της Υψηλής Πύλης, που είχαν ως συνέπεια, όπως επισημαίνει ο Πέτρος Γεωργαντζής, «πολλοί Χριστιανοί να αλλαξοπιστούν και να εξισλαμίζονται και αφ’ ετέρου λόγω της πλημμυρίδας των μουσουλμάνων Γιουρούκων και λοιπών Οθωμανικών φυλών που μεταφέρθηκαν και διασπάρησαν στην εύφορη πεδιάδα της περιοχής, κατέστη «έρημος ανθρώπων (Χριστιανών) και στερησκομένη της ανηκούσης αυτής προόδου». Η τραγικώς δραματική απομείωση του χριστιανικού ποιμνίου και η συνεπακόλουθη μεγάλη οικονομική δυσπραγία και δυσχέρεια που επικρατούσε στην εκκλησιαστική επαρχία της Μητροπόλεως Μαρωνείας οδήγησε την Μητέρα Αγία Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως «ως καλός γεωργός και φυτοκόμος άριστος» να υποβιβάσει αυτήν σε Πατριαρχική Εξαρχία (εύρε την μητρόπολιν Μαρωνείας κατακεχωσμένην εν αφανεί και αγνοουμένην παρά αυτή προσόδου τε και τιμής και το χείρον, πνευματικής διδασκαλίας αμοιρούσαν και νουθεσίας πατρικής και τοσούτου μάλλον περιππεύσαντος καιρού υπό εξαρχίαν τελείσθαι και καταπατείσθαι υπό των τυχερών και φθείρεσθαι κατ’ άμφω).

Η ανύψωση της πατριαρχικής εκκλησιαστικής επαρχίας Μαρωνείας από «Πατριαρχική Εξαρχία» και πάλι σε εν ενεργεία Μητρόπολη του Οικουμενικού Θρόνου συνέβη κατά τον Δεκέμβριο του έτους 1646, όταν ο αοίδιμος Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωαννίκιος Β΄μετά της περί Αυτόν εν Φαναρίω Αγίας και Ιεράς Συνόδου εξέδωσαν «Συνοδικό Τόμο» όπου ορίζετο σαφώς «…ίνα από του νυν και εις το εξής μέχρις ου ο ήλιος τον ίδιον περιτρέχει κύκλον, η Μαρώνεια αύτη είη και λέγοιτο μητρόπολις, έχουσα μετ’ αυτής ηνωμένα και υποκείμενα αυτή τα ποτέ πατριαρχικά δύο νησιά, Θάσο και Σαμοθράκη, εξάρχουσα τούτων και επιστατούσα…». Καθίσταται δε ευκόλως αντιληπτό ότι τα δύο «Πατριαρχικά νησιά», Θάσος και Σαμοθράκη, τα οποία ήταν «Πατριαρχικές Εξαρχίες» του Οικουμενικού Θρόνου, υπήχθησαν υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην εκκλησιαστική κανονική δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Μαρωνείας για την επιβίωσή της μέσω της αυξήσεως του χριστεπωνύμου πληρώματος αυτής και της συνεπακολούθως βελτιώσεως των οικονομικών της.

Το εν έτει 1646 εκδοθέν υπό της Πρωτοθρόνου και Πρωτευθύνου Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας σημαντικό ιεροκανονικό εκκλησιαστικό κείμενο του «Συνοδικού Τόμου» διά του οποίου αποκαθίστατο η μέχρι τότε εκκλησιαστική επαρχία Μαρωνείας από «Πατριαρχική Εξαρχία»σε εν ενεργεία Μητρόπολη του Οικουμενικού Θρόνου, αποτελεί συγχρόνως και λίαν αξιόπιστη ιστορική πηγή και μαρτυρία για πλείστα όσα γεγονότα συνέβαιναν καθώς και για τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, οι οποίες επικρατούσαν κατ’ εκείνη την ιστορική περίοδο στην ευρυτέρα περιοχή της Θράκης, στο οποίο μεταξύ άλλων αναφέρονται και τα κάτωθι:

«+Ιωαννίκιος Ελέω Θεού αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης.

Γεωργού τε και φυτοκόμου ίδιον το μη μόνον αιρείσθαι γην αγαθήν τε και εύκαρπον ως πλεονάζειν τον άσταχυν τριάκοντα, εξήκοντα και εκατόν αλλά και των φυτών όσα ευγενή τε και ήμερα και καρπόν δυνάμενα προσενεγκείν, αγαθόν τε και κάλλιστον, επωφελή τε άμα και επαινετόν. Και τούτου όσα μεν οργώσι και περιττόν αφιάσι κλάδον περικόπτειν και αφαιρείν, όσα δε πάλιν των ικμαλέων εισί και ευωδεστέρων, της προσούσης αυτώ επιμελείας επάρδειν τε και περιθάλπειν εις αύξησιν και προκοπήν αυτών, εν οις και του καιρού ενδιδόντος δυναμούσθαι και ερριζούσθαι έσονται προς τε πληθυσμόν αυτών και ευχρηστίαν.

Τοίνυν και η καθ’ημάς του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία, ως καλός γεωργός και φυτοκόμος άριστος, φροντίζουσα ως έθος αυτή, των όσα θεοφιλή και τω κοινώ πληρώματι αυτής επωφελή εισί και εμμελώς αναζητούσα εύρε την μητρόπολιν Μαρωνείας κατακεχωσμένην εν αφανεί και αγνοουμένην παρά πολλοίς άτε έρημην ούσαν ανθρώπων και στερησκομένην της ανηκούσης αυτή προσόδου τε και τιμής, και το χείρον, πνευματικής διδασκαλίας αμοιρούσαν και νουθεσίας πατρικής και τοσούτου μάλλον παριππεύσαντος καιρού υπό εξαρχίαν τελείσθαι και καταπατείσθαι υπό των τυχόντων και φθείρεσθαι κατ’ άμφω.

Έγνω δειν ανακαινίσαι ταύτην και εις την αρχαίαν αποκαταστήσαι τιμήν και καθέδραν, το τε ενδεές αυτής αναπληρώσαι και το ελλείπον εξισώσαι επί αυξήσει αυτής και συντηρήσει της καθ’ ημάς του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας. Και τούτου προσετέθη αυτή παρεπομένως τα δύο πατριαρχικά νησιά, Θάσος και Σαμοθράκη, επί βοηθεία αυτής και συστάσει, ως δύνασθαι τον κατά καιρούς αυτή προστατεύοντα επιχορηγείν ευχέρως μάλλον προς την Μ. Εκκλησίαν τα οφειλόμενα, και ταύτα του κανόνος διαγορεύοντος μικροτέρας χώρας μηδένα αρχιερατεύειν επί καταφρονήσει του αρχιερατικού υψώματος.

Τούτου χάριν και η μετριότης ημών, ακριβώς και ασφαλώς διασκεπτομένη και το περί τούτου εν συνέσει, και ως είκος, δοκιμασία και απταίστω πείρα και πληροφορία αληθή διεγνωκυία, γράφει συνοδικώς και εν αγίω παρακελεύεται Πνεύματι, ειδήσει και γνώμη της ιεράς και υπερτελούς των αρχιερέων ομηγύρεως, των τε τιμιωτάτων κληρικών και των ευγενεστάτων αρχόντων της πολιτείας, ίνα από του νυν και εις το εξής μέχρις ου ο ήλιος τον ίδιον περιτρέχει κύκλον, η Μαρώνεια αύτη είη και λέγοιτο μητρόπολις έχουσα μετ’ αυτής ηνωμένα και υποκείμενα αυτή τα ποτέ πατριαρχικά δύο νησία, Θάσον και Σαμοθράκην, εξάρχουσα τούτων και επιστατούσα, και χειροτονηθείη εν αυτή τη Μαρωνεία γνήσιος και καθολικός αρχιρεύς αυτής και νόμιμος μητροπολίτης, υπείκων και υποτασσόμενος τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία κατά τους λοιπούς των αρχιερέων, παρέχων αυτή το βασιλικόν αυτού χαράτζιον φλωρία χρυσά τριάκοντα και τα λοιπά άλλα δικαιώματα, όσα κοινώς επιρρίπτονται αυτώ κατά καιρούς υπό της ιεράς των αρχιερέων συνόδου, ποιμαίνειν τον εκείσε υπ’ αυτού Χριστώνυμον λαόν κατά την περίληψιν της πράξεως αυτού εκλεγείς τη κανονική ψήφω και επιτραπείς παρά της Εκκλησίας, της μητρός πασών των εκκλησιών.

Όθεν εις δήλωσιν και ασφάλειαν διηνεκή εγένετο και ο παρών συνοδικός τόμος, καταστρωθείς εν τώδε τω ιερώ της καθ’ ημάς του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας κώδικι.

Εν έτει σωτηρίω αχμς΄ εν μηνί Δεκεμβρίου. Ινδικτ. ΙΕ΄».

Από του σωτηρίου έτους 1646 και μέχρι το έτος 1932 η «Πατριαρχική νήσος» Θάσος υπήγετο αδιαλείπτως στην εκκλησιαστική κανονική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας, αλλά μετά την Μικρασιατική Καταστροφή επειδή πολλοί από τους Πατριαρχικούς Αρχιερείς των απορφανεμένων του ποιμνίου τους Ιερών Μητροπόλεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήταν εμπερίστατοι, η Πρωτόθρονος και Πρωτεύθυνος Μήτηρ Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινουπολίτις Εκκλησία ήχθη στην απόφαση να αποκαταστήσει τους συγκεκριμένους εμπερίστατους Μητροπολίτες αυτής μέσω της ιδρύσεως προσωποπαγών Μητροπόλεων κυρίως στις εν Ελλάδι επαρχίες αυτής, ήτοι των λεγομένων «Νέων Χωρών», στην Μακεδονία, στην Θράκη και στις νήσους του Βορειοανατολικού Αιγαίου, μεταξύ των οποίων επελέγη και η νήσος Θάσος, η οποία κατόπιν της σχετικής Πατριαρχικής και Συνοδικής αποφάσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου απεσπάσθη προσωρινώς, «άχρι καιρού», κατά μήνα Νοέμβριο του έτους 1924, της εκκλησιαστικής κανονικής δικαιοδοσίας της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας και απετέλεσε την εκκλησιαστική έδρα της αρτισυσταθείσης ανεξαρτήτου προσωπαγούς «Ιεράς Μητροπόλεως Θάσου»της οποίας πρώτος και μοναδικός Μητροπολίτης αυτής ανεδείχθη ο από Προικοννήσου Ιεράρχης του Οικουμενικού Θρόνου Γεώργιος (Μισαηλίδης), ο οποίος ετιτλοφορείτο ως «Ιερώτατος Μητροπολίτης Θάσου υπέρτιμος και έξαρχος Αιγαίου Πελάγους». Όταν όμως κατά μήνα Σεπτέμβριο του έτους 1932 ο Μητροπολίτης Γεώργιος μετετέθη στην Ιερά Μητρόπολη Παραμυθίας, η προσωποπαγής Μητρόπολη Θάσου κατηργήθη και επανυπήχθη στην εκκλησιαστική κανονική διακαιοδοσία της Μητροπόλεως Μαρωνείας. Ο δε αοίδιμος Μητροπολίτης Κίτρους και Κατερίνης Βαρνάβας σε σχετική μελέτη του μνημονεύει ότι ο Αναγκαστικός Νόμος 2170/1940 «Περί Καταστατικού Νόμου της Εκκλησίας της Ελλάδος» εις το 13 άρθρον ομιλεί και πάλι περί «Μητροπόλεως και Θάσου».

Όταν όμως κατά τον Δεκέμβριο του έτους 1952 εκοιμήθη ο Μητροπολίτης Μαρωνείας Βασίλειος Κωνσταντίνου (1941-1952),ο τελευταίος Μητροπολίτης Μαρωνείας και Θάσου, επί σχεδόν ένα και ήμισυ έτος, ήτοι μέχρι και τον Μάρτιο του έτους 1954, κατόπιν της σχετικής αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ορίσθηκε ως Τοποτηρητής της χηρευσάσης Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας ο Μητροπολίτης Φιλίππων και Νεαπόλεως Χρυσόστομος Χατζησταύρου (1924-1962), μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών (1962-1967), ο οποίος αξιοποιώντας ή μάλλον εκμεταλλευόμενος, συστηματικώς και μεθοδικώς, την λίαν ευνοϊκή εκκλησιαστική συγκυρία της συνοδικής τοποθετήσεώς του ως Τοποτηρητού της χηρευσάσης Μητροπόλεως Μαρωνείας και εν τέλει επέτυχε εντός ελαχίστου χρονικού διαστήματος, μετά την παρέλευση ούτε καν δύο μηνών από της αναλήψεως των εκκλησιαστικών καθηκόντων αυτού ως Τοποτηρητού, ήτοι κατά Φεβρουάριο του έτους 1953, κατόπιν συνοδικής αποφάσεως και εκδόσεως ακολούθως Βασιλικού Διατάγματος, «παρά τας πανταχόθεν δημοσιευθείσας και ακουσθείσας διαμαρτυρίας του Πληρώματος της ημετέρας Επαρχίας», όπως γράφει διαμαρτυρόμενος και αντιδρών προς την Αγία και Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο μετέπειτα εκλεγείς νέος Μητροπολίτης Μαρωνείας Τιμόθεος Ματθαιάκης, την απόσπαση της νήσου Θάσου από την εκκλησιαστική και κανονική διακαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας και την υπαγωγή αυτής στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων και Νεαπόλεως όπου ο ίδιος ήταν επιχώριος Μητροπολίτης και Ποιμενάρχης (Δυνάμει του υπ’ αρίθμ. 2353/31.3.1953 Νόμου. Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τεύχος Α΄, αρίθμ. Φύλλου 77). Το ισχυρότερο επιχείρημα μάλιστα του Μητροπολίτου Φιλίππων και Νεαπόλεως Χρυσοστόμου, το οποίο συνετέλεσε στην ευόδωση των προσπαθειών του ήταν ότι η σχετική απόφαση περί της αποσπάσεως της νήσου Θάσου από την εκκλησιαστική και κανονική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας και η υπαγωγή αυτής στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων και Νεαπόλεως ανταπεκρίνετο απολύτως τόσο στις διοικητικές όσο και ποιμαντικές ανάγκες των κατοίκων της νήσου, διότι αυτοί μέχρι τότε πολιτικώς μεν υπήγοντο στην Καβάλα, εκκλησιαστικώς δε στην Κομοτηνή, έδρα της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας και Θάσου. Σημειωτέον δε εν προκειμένω ότι η νήσος Σαμοθράκη, η οποία από του έτους 1646 υπήγετο στην εκκλησιαστική κανονική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας, υπήχθη στην εκκλησιαστική κανονική δικαιοδοσία της αρτισυστάτου εν έτει 1922 Ιεράς Μητροπόλεως Αλεξανδρουπόλεως, μετά το έτος 1924, αφ’ ότου δηλαδή το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 6 Νοεμβρίου 1924, με την υπ’ αρίθμ. 3939 Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη αυτού κατά το «είωθε τα εκκλησιαστικά συμμεταβάλλεσθαι τοις πολιτικοίς πράγμασιν», προέβη στον επανακαθορισμό των εκκλησιαστικών κανονικών και διοικητικών ορίων των Ιερών Μητροπόλεων αυτού στην Ελλάδα, ήτοι των πατριαρχικών εκκλησιαστικών επαρχιών των λεγομένων «Νέων Χωρών».

Κατά την επίσημη εκκλησιαστική τελετή της κανονικής υπαγωγής και ενσωματώσεως της νήσου Θάσου στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων και Νεαπόλεως και της ενθρονίσεως του πρώτου Μητροπολίτου Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου Χρυσοστόμου Χατζησταύρου, η οποία έλαβε χώρα κατά την 8η Αυγούστου του 1953 στη πρωτεύουσα της νήσου, στον Λιμένα, και στον Ιερό Καθεδρικό Ναό του Αγίου Νικολάου, ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος εξεφώνησε τον επιβατήριο ή ενθρονιστήριο λόγο του, αναφέροντας μεταξύ άλλων και τα κάτωθι :

«Αγαπητά εν Κυρίω τέκνα της νήσου Θάσου.

Μετά την εις Κύριον εκδημίαν του κυριάρχου ημών Ιεράρχου κ. Βασιλείου, ου αιωνία έστω η μνήμη, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, αξιοχρέω προνοία λαβούσα υπ’ όψιν αιτήσεις των Ορθοδόξων Χριστιανών, κατοίκων της υμετέρας νήσου, περιβληθείσας διά του κύρους  και της υποδείξεως της καθ’ ημάς Νομαρχίας και εκτιμήσασα διαβήματα προς αυτήν του τε Υπουργού και από δεκαετηρίδων πολιτευτού εν αυτή κυρίου Αυγούστου Θεολογίτου και των εν ενεργεία αξιοτίμων βουλευτών υμών εν τη συνεδρία αυτής της 5ης του μηνός Φεβρουαρίου ενεστώτος έτους απεφάσισε παμψηφεί και απέσπασε μεν από της τέως εκκλησιαστικής εξαρτήσεως της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας την νήσον ημών ταύτην, προσήρτησε δε ταύτην εις την Ιεράν Μητρόπολιν Φιλίππων και Νεαπόλεως.

Εις την απόφασιν ταύτην ήχθη η Αγία και Ιερά Σύνοδος, διότι απέβλεπεν εις την ουκ ευκαταφρόνητον απόστασιν την χωρίζουσαν την νήσον της Κομοτηνής, της έδρας της Ιεράς Μητροπόλεως, ήτις απόστασις καθιστά δυσχερεστάτην την μετ’ αυτής επικοινωνίαν προς επίλυσιν των εκάστοτε εμπιπτόντων ζητημάτων και την μικράν απόστασιν αυτής από της πόλεως Καβάλας, ήτις απόστασις ευνοεί την ευχερή και αδιάκοπον μετ’ αυτής επικοινωνίαν.

Την απόφασιν ταύτην της Αγίας και Ιεράς Συνόδου περιέβαλε συνωδά των κατασταστικών νόμων της Εκκλησίας της Ελλάδος  διά της εγκρίσεως αυτού το σεβαστό Υπουργείον Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας δημοσιεύσαν τον υπ’ αρίθμ.2353 της 31ης Μαρτίου ε.έ εν τω αρ.77 του πρώτου τεύχους της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως νόμον, ον ηκούσατε αναγνωσθέντα.

Διά των πράξεων όθεν τούτων η Αγιωτάτη Εκκλησία της παλαιφάτου υμών νήσου αποτελεί ήδη την ηνωμένην Μητρόπολιν Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου.

Η εκ του γεγονότος τούτου ηθική ικανοποίησις των Ορθοδόξων Χριστιανών της νήσου ταύτης και η πνευματική χαρά η εκδηλωθείσα δι’ αναφοράν προς τε την Ιεράν Σύνοδον και προς το Προϊστάμενον Υπουργείον και προς την εμήν ταπεινότητα, τον νέον αυτών πνευματικόν Ποιμένα, είναι πρόσθετος ένδειξις της επιτυχούς προς το συμφέρον των Χριστιανών λύσεως του σπουδαίου ζητήματος, το οποίον εδημιουργείτο μετά πάσαν χηρείαν της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας…».

Από της κατά την 26η Μαρτίου 1954 εκλογής του από Μυρέων, νέου Μητροπολίτου Μαρωνείας Τιμοθέου Ματθαιάκη (1954-1974), ήλθε στο προσκήνιο και πάλι το όλο ζήτημα της αποσπάσεως της νήσου Θάσου από την εκκλησιαστική κανονική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας - και μάλιστα σε μιά χρονική περίοδο κατά την οποία ως χηρευούσα εκκλησιαστική επαρχία και Μητρόπολη ήταν ακέφαλη – και την υποταγή αυτής στην εκκλησιαστική κανονική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων και Νεαπόλεως, όταν ο Μητροπολίτης Μαρωνείας Τιμόθεος πολλάκις έθεσε εγγράφως το ζήτημα στην Αγία και Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και  με επισημότερο τρόπο ακόμη και ενώπιον της Αγίας και Ιεράς Συνόδου της Σεπτής Ιεραρχίας, κατά μήνα Οκτώβριο του έτους 1959, διότι όπως ο ίδιος γράφει: «Η Ιερά Μητρόπολις μέχρι 31ης Μαρτίου 1953 περιελάμβανε και την νήσον Θάσον. Κατά την χηρείαν του Θρόνου ηκρωτηριάσθη, της Θάσου προσαρτηθείσης εις την Μητρόπολιν Φιλίππων και Νεαπόλεως. Ούτω, απεστερήθη η Επαρχία ενός αξιολόγου τμήματος, έχοντος ομοιογενή πληθυσμόν, εκ του οποίου σημαντικώς ενισχύετο η Μητρόπολις κατά το παρελθόν. Πολλάκις εφέραμεν το ζήτημα εγγράφως ενώπιον της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, ως και ενώπιον της Σεπτής Ιεραρχίας, τον Οκτώβριον του 1959. Εξ αφορμής της ληφθείσης υπό της Ιεράς Συνόδου, το έτος 1962, αποφάσεως περί προσαρτήσεως της Θάσου εις την Ιεράν Μητρόπολιν Ξάνθης, υπεβάλομεν εις Αυτήν… Υπόμνημα, το οποίον ελήφθη σοβαρώς υπ’ όψιν, συνετέλεσε δε, μεταξύ άλλων, εις την ανάκλησιν της αποφάσεως και την παραπομήν του ζητήματος εις την Ιεραρχίαν».

Είναι γεγονός ότι κατά το έτος 1962, όταν ο Μητροπολίτης Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου Χρυσόστομος Χατζησταύρου εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών (1962-1967), προέβη σε μιά όλως παραδόξως αντιφατική απόφαση και πρωτοβουλία ζητώντας από την Αγία και Ιερά Σύνοδο την λήψη επισήμου αποφάσεως, όπερ και εγένετο, για την προσάρτηση της νήσου Θάσου στην εκκλησιαστική κανονική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Ξάνθης και Περιθεωρίου, καίτοι προ μιάς δεκαετίας ο ίδιος είχε πρωτοστατήσει σθεναρώς και εν τέλει επέτυχε την απόσπαση της Θάσου από την κανονική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας και την υπαγωγή αυτής στην εκκλησιαστική διοικητική  και κανονική δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Φιλίππων και Νεαπόλεως της οποίας μάλιστα ήταν Μητροπολίτης και Ποιμενάρχης. Περί δε του εκκλησιαστικού παρασκηνίου το οποίο οδήγησε την Αγία και Ιερά Σύνοδο στην λήψη μιάς τέτοιας θετικής αποφάσεως υπέρ της σχετικής διεκδικήσεως της νήσου Θάσου από την Ιερά Μητρόπολη Ξάνθης κάνει λόγο ο Αθανάσιος Αγγελόπουλος σε σχετική μελέτη του, υπό τον τίτλο: «Η διαμόρφωσις των ορίων της Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου», όπου αναφερόμενος στο εκ του μη όντος εξαίφνης ανακύψαν εκκλησιαστικό αυτό ζήτημα, επισημαίνει ότι όταν εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ο από Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου Μητροπολίτης Χρυσόστομος Χατζησταύρου και Τοποτηρητής της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων ήταν ο όμορος Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος (1958-1984), επισημαίνει ότι οι σχετικές προσπάθειες και ενέργειες για την απόσπαση της νήσου Θάσου από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου και την υπαγωγή αυτής στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Ξάνθης και Περιθεωρίου προήρχοντο από πλευράς της Μητροπόλεως Ξάνθης όταν Μητροπολίτης αυτής ήταν ο Αντώνιος (1954-1994), ο οποίος προφανώς τελούσε σε πλήρη συνεννόηση και αγαστή συνεργασία με τον Τοποτηρητή Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιο, αφού κατά την περίοδο αυτή της τοποτηρητείας αυτού στην Ιερά Μητρόπολη Φιλίππων υπήρξαν ανάλογες ενέργειες και για την συνένωση της Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως μετά της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου.

Ωστόσο, παρά την σχετική θετική απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου περί αποσπάσεως της νήσου Θάσου από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ιερά Μητροπόλεως Φιλίππων και της υπαγωγής αυτής στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ιερά Μητροπόλεως Ξάνθης, τούτο δεν κατέστη εφικτό, αφενός μεν λόγω της αντιδράσεως των κατοίκων της Θάσου, επειδή ακριβώς μιά τέτοια απόφαση και εξέλιξη δεν ανταπεκρίνετο στις ουσιαστικές και αντικειμενικές διοικητικές, ποιμαντικές και πνευματικές εκκλησιαστικές ανάγκες τους, εάν ληφθεί υπόψιν ότι οι Θάσιοι εξυπηρετούνταν ταχύτερα από την εγγύτερη προς την νήσο τους πόλη της Καβάλας, όπου και η εκκλησιαστική διοικητική έδρα της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου, αφετέρου δε λόγω της σθεναράς αντιδράσεως του τότε Μητροπολίτου Μαρωνείας Τιμοθέου Ματθαιάκη, ο οποίος ευθέως και ευθαρσώς, αλλά και με τον πλέον ρητό και κατηγορηματικό τρόπο έθεσε το όλο ζήτημα στην Αγία και Ιερά Σύνοδο, καίτοι Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ήταν ο από Φιλίππων Χρυσόστομος Β΄ (Χατζησταύρου), ο και πρωτεργάτης του όλου εγχειρήματος της αποσπάσεως της νήσου Θάσου από την εκκλησιαστική και κανονική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας, καταθέτοντας και σχετικό υπόμνημα, γεγονός το οποίο συνετέλεσε αποφασιστικώς στην ανάκληση της σχετικής συνοδικής αποφάσεως και το σοβαρό αυτό εκκλησιαστικό ζήτημα απεφασίσθη εν τέλει να έλθει προς οριστική διευθέτηση ενώπιον της Αγίας και Ιεράς Συνόδου της Σεπτής Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Το εν έτει 1962 υποβληθέν στην Αγία και Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος ευσύνοπτο και λίαν τεκμηριωμένο με αδιάσειστα ιεροκανονικά και ακραιφνώς νομικά κριτήρια εκκλησιαστικό υπόμνημα του Μητροπολίτου Μαρωνείας Τιμοθέου, που δημοσιεύουμε στην παρούσα μελέτη από το προσωπικό αρχείο αυτού και είναι κατατεθημένο στα αρχεία της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, με το οποίο ο αοίδιμος Ιεράρχης επειχειρηματολογούσε για την αναγκαιότητα της ανακλήσεως της προειρημένης συνοδικής αποφάσεως, όπερ και εγένετο, περί της αποσπάσεως της νήσου Θάσου από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου και της προσαρτήσεως αυτής στην Ιερά Μητρόπολη Ξάνθης και Περιθωρίου και όχι στην εκκλησιαστική και κανονική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας στην οποία με την εν έτει 1646 επίσημη Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπήγετο επί 307 συναπτά έτη και εκ της οποίας απεσπάσθη κατά το έτος 1953, έχει ως εξής:

«Ευσεβάστως εκφράζομεν τη Αγία και Ιερά Συνόδω την κατάπληξιν ημών εκ της δημοσιευθείσης εις τον Τύπον πληροφορίας, καθ’ ην απεφάσισεν Αύτη την προσάρτησιν την νήσου Θάσου εις την Ι. Μητρόπολιν Ξάνθης, ήτις απόφασις έχει εξερεθίσει σοβαρώς και τον Λαόν της ακριτικής ημετέρας Θεοσώστου Επαρχίας.

Διά την απόφασιν ταύτην ευλαβώς υποβάλλομεν την παρούσαν διαμαρτυρίαν διά τους κάτωθι σοβαρωτάτους καθ’ ημάς λόγους:

1. Η νήσος Θάσος αποτελεί τμήμα της καθ’ ημάς Θεοσώστου Επαρχίας, το όνομα της οποίας περιελαμβάνετο εις τον τίτλον αυτής «Ιερά Μητρόπολις Μαρωνείας και Θάσου» μέχρι του έτους 1953.

Κατά την χηρείαν της Ιεράς ημών Μητροπόλεως, αποφάσει της Διαρκούς Ι. Συνόδου, προσηρτήθη δυνάμει του υπ΄ αρίθμ. 2353/31-3-1953 Νόμου η νήσος Θάσος εις την Ι. Μητρόπολιν Φιλίππων και Νεαπόλεως, παρά τας πανταχόθεν δημοσιευθείσας διαμαρτυρίας του Πληρώματος της ημετέρας Επαρχίας. Διά την προσάρτησιν ταύτην ελήφθη η συγκατάθεσις του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ημείς, εκλεγέντες και κατασταθέντες εν τη ουτωσί κολοβωθείση Επαρχία ημών, εσεβάσθημεν την απόφασιν της Ι. Συνόδου και απεφύγομεν επιμελώς να θέσωμεν τοιούτον ζήτημα, καίτοι επιστεύομεν και εξακολουθούμεν να φρονώμεν, ότι υφίσταται ανοικτόν το θέμα τούτο, δι’ ους λόγους εξεθέσαμεν ενώπιον της Σεπτής Ιεραρχίας κατά την έκτακτον σύγκλησιν Αυτής του Οκτωβρίου του 1959. Συζητουμένων υπό της Σεπτής Ιεραρχίας του σχεδίου του Καταστατικού Χάρτου και συγκεκριμένως του άρθρου του αναφερομένου εις τας Ιεράς Μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εν ω ανεγράφετο η ημετέρα Μετριότης υπό μόνον τον τίτλον «Μαρωνείας», ηναγκάσθημεν να ζητήσωμεν την επιστροφήν της νήσου Θάσου διά νομικούς και κανονικούς λόγους, αλλά και ίνα μη η σιωπή ημών κατά την συζήτησιν του πίνακος των Ι. Μητροπόλεων εκληφθή ως σιωπηρά και αδιαμαρτύρητος αναγνώρισις de facto της γενομένης αποσπάσεως της Θάσου, δι’ ην θα εφέρομεν ιστορικήν ευθύνην.

Η νήσος Θάσος έχει παραχωρηθή εις την Μητρόπολιν Μαρωνείας από του έτους 1646 υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου Ιωαννικίου, δυνάμει Τόμου Συνοδικού, «ίνα από του νυν και εις το εξής μέχρις ου ο ήλιος τον ίδιον περιτρέχει κύκλον η Μαρώνεια αύτη είη και λέγοιτο Μητρόπολις έχουσα μετ’ αυτής ηνωμένοι και υποκείμενα αυτή τα ποτέ Πατριαρχικά δύο νησία Θάσον και Σαμοθράκην, εξάρχουσα τούτων και επιστατούσα…». Η παραχώρησις της νήσου Θάσου εις την Μητρόπολιν Μαρωνείας εγένετο «προς βοήθειαν αυτής και σύστασιν…». Δυστυχώς όμως, πριν ο ήλιος παύση να περιτρέχει τον ίδιον κύκλον, η Μητρόπολις ημών απεστερήθη και της νήσου Θάσου, επανελθούσα εις την προτέραν αυτής θλιβεράν κατάστασιν, εξ ης η χειρονομία του Οικουμενικού Πατριάρχου απεσκόπει να την εξαγάγη οριστικώς.

2. Η απόφασις της Διαρκούς Ι. Συνόδου του 1953 περί προσαρτήσεως της Θάσου εις την Μητρόπολιν Φιλίππων και Νεαπόλεως ήτο αντικανονική, διότι, ναι μεν εγένετο κατά την χηρείαν του Θρόνου, αλλ’ ουχί διά της κανονικής οδού, τουτέστι δι’ αποφάσεως της Ανωτάτης Αρχής της Εκκλησίας της Ελλάδος, δηλαδή της Ιεραρχίας, μόνης αρμοδίας εν προκειμένω να ρυθμίζη οριστικώς και αμετακλήτως τα όρια των Επαρχιών και ουχί της μικράς Ιεράς Συνόδου, συμφώνως τη ισχυούση σχετική διατάξει του Νόμου 2170/40.

3. Η πρότριτα ληφθείσα Συνοδική απόφασις περί προσαρτήσεως της νήσου Θάσου εις την Ι. Μητρόπολιν Ξάνθης είναι ομοίως αντίθετος προς την κανονικήν τάξιν και παράδοσιν της Εκκλησίας, επί πλέον δε και παράνομος, διότι αντίκειται προς την υφισταμένην Νομοθεσίαν, ορίζουσαν:

α) Ανωτάτην Εκκλησιαστικήν Αρχήν την Ιεράν Σύνοδον της Ιεραρχίας, εις τας αρμοδιότητας της οποίας (Β.Δ.16-12-1959, άρθρον 4 εδάφ.Δ΄) υπάγεται και το ζήτημα της ρυθμίσεως των ορίων, περί ου προβλέπει το άρθρον 1 παράγρ.2 εδάφ, γ΄του Νόμου 3952/21-4-59.

β) Είναι αντίθετος προς σχετικήν απόφασιν της Ιεραρχίας, δι’ ης ανετέθη εις Επιτροπήν εξ Αρχιερέων και Δ/ντών Υπουργείων η μελέτη και η εισήγησις του όλου θέματος της διαρρυθμίσεως των ορίων των περιφερειών των Ι. Μητροπόλεων, εφ’ ων τον τελευταίον λόγον έχει η Σεπτή ιεραρχία.

γ) Ειδικώς περί της νήσου Θάσου, η ληφθείσα απόφασις υπό της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, όλως αναρμοδίως, εφ’ όσον δεν περιλαμβάνεται εις τας εν τω άρθρω 8 αρμοδιότητας Αυτής, εγένετο παρά το γεγονός, ότι το ζήτημα της αποδόσεως της νήσου εις την καθ’ ημάς Ι. Μητρόπολιν Μαρωνείας είναι τεθειμένον ενώπιον της Ιεραρχίας, ευμενώς δεχθείσης την πρότασιν ημών, επιφυλαχθείσης δε να λάβη απόφασιν κατά τον καθορισμόν των ορίων όλων των Επαρχιών.

δ) Επιτραπείτω δε να φρονώμεν, ότι δεν είναι και δικαία η απόφασις, διότι, εάν λόγοι σοβαροί συντρέχουσιν εις την ενίσχυσιν της ομόρου Ι. Μητροπόλεως Ξάνθης, της οποίας το αίτημα μετά συμπαθείας πολλής αναγνωρίζομεν, τουλάχιστον ίσης σοβαρότητος λόγοι, αν μη μεγαλυτέρας, επιβάλλουσι την απόδοσιν της νήσου εις την εξ ης απεσπάσθη προ εννέα ετών Επαρχίαν ημών και διά λόγους σοβαρότητος, διότι δεν είναι ορθόν εντός μιάς δεκαετίας να αλλάσση το τμήμα τούτο της Χώρας τρεις κυρίους.

4. Η Ι. Μητρόπολις Μαρωνείας έχει μικρόν πληθυσμόν κατοίκων, εξ ων μόλις 50.000 κάτοικοι είναι Χριστιανοί, το δε μεγαλύτερον μέρος, ήτοι 60.000 περίπου τυγχάνουσι Μουσουλμάνοι. Μόλις είναι ανάγκη να είπωμεν, ότι δεν είναι δικαιοσύνη να ενισχύωνται Μητροπόλεις εις βάρος άλλων Μητροπόλεων, μη δυναμένων αλλαχόθεν να ενισχυθώσι, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπον καταδικάζονται μικραί και πτωχαί Επαρχίαι εις μαρασμόν, εφ’ όσον φυτοζωούσαι δεν είναι εις θέσιν να συντηρηθώσιν, ούτε δε και το ευάριθμον Προσωπικόν αυτών να μισθοδοτήσωσιν, ως συμβαίνει εις την Επαρχίαν ημών, χωρίς να δύναται να γίνη λόγος βεβαίως αναπτύξεως ευρυτέρας Εκκλησιαστικής δραστηριότητος δι’ ανυπάρκτων οικονομικών μέσων και δυνατοτήτων.

Κατά ταύτα, ευσεβάστως παρακαλούμεν την Αγίαν και Ιεράν Σύνοδον, όπως αναθεωρήση την απόφασιν Αυτής, ληφθείσαν ερήμην της Ιεράς ημών Μητροπόλεως, και παραπέμψη το ζήτημα εις την συγκληθησομένην Ιεράν Σύνοδον της Ιεραρχίας, μόνην αρμοδίαν να αποφασίση οριστικώς και τελεσιδίκως επί της διαρρυθμίσεως των ορίων πασών των Ιερών Μητροπόλεων.

Ευπειθέστατος και αγαπητός εν Χριστώ αδελφός

+Ο Μαρωνείας Τιμόθεος»

Η υποβολή του ως άνω υπομνήματος υπό του Μητροπολίτου Μαρωνείας Τιμοθέου ενώπιον της Αγίας και Ιεράς Συνόδου συνετέλεσε τα μέγιστα και επέδρασε αποφασιστικώς στην ανάκληση της προληφθείσης αποφάσεως της Αγίας και Ιεράς Συνόδου για την απόσπαση της νήσου Θάσου από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου προκειμένου να υπαχθεί στην κανονική διακαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Ξάνθης. Έκτοτε το  εκκλησιαστικό αυτό ζήτημα παρέμεινε εκκρεμές διότι έμελλε να ληφθεί οριστική συνοδική απόφαση υπό της Αγίας και Ιεράς Συνόδου της Σεπτής Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά την σχεδιαζόμενη διαρρύθμιση των εκκλησιαστικών διοικητικών ορίων των Ιερών Μητροπόλεων, αλλά εν τέλει ουδέποτε ετέθη το σχετικό ζήτημα επί τάπητος ενώπιον της Αγίας και Ιεράς Συνόδου της Σεπτής Ιεραρχίας, οπότε και οι προσπάθειες της Ιεράς Μητροπόλεως Ξάνθης για ενσωμάτωση της νήσου Θάσου εντός των ορίων της εκκλησιαστικής εδαφικής δικαιοδοσίας αυτής εναυάγησαν. Μόνο μετά την εν έτει 1974 μετάθεση του Μητροπολίτου Μαρωνείας Τιμοθέου Ματθαιάκη στην αρτισυσταθείσα Ιερά Μητρόπολη Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας (1974-1992), ο διάδοχος αυτού Μητροπολίτης Μαρωνείας και Κομοτηνής Δαμασκηνός Ρουμελιώτης (1974-2012) απεπειράθη ανεπιτυχώς να επαναφέρει την επανεξέταση του από του έτους 1962 εκκρεμούντος  αιτήματος περί της διεκδικήσεως και της επανυπαγωγής της νήσου Θάσου στην εκκλησιαστική και κανονική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας και Κομοτηνής, αλλά το όλο ζήτημα έκλεισε πριν καν τεθεί, οπότε η νήσος Θάσος παραμένει αμεταθέτως, οριστικώς και αμετακλήτως, από του έτους 1953 στην εκκλησιαστική και κανονική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου.

 

Ιωάννου Ελ. Σιδηρά, Η αντίδραση του Μητροπολίτου Μαρωνείας Τιμοθέου Ματθαιάκη για την εν έτει 1953 υπαγωγή της νήσου Θάσου στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων και για την εν έτει 1962 συνοδική απόφαση περί της προσαρτήσεως αυτής στην Ιερά Μητρόπολη Ξάνθης, «Θασιακά», 21 (2020-2021) 306-318.


ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ